Menu

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Ν. 4549/2018 για τις μεταβολές του Ν. 3869/2010 (ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ)

Αιτιολογική έκθεση Ν. 4549/2018
Με το Κεφάλαιο Β΄ τροποποιείται ο ν. 3869/2010 για τη ρύθµιση οφειλών υπερχρεωµένων φυσικών προσώπων (Α΄ 130).

Οι προτεινόµενες τροποποιήσεις υπαγορεύτηκαν από δύο κυρίως ανάγκες:
 
α) την αποτροπή κατάχρησης του νόµου από στρατηγικούς κακοπληρωτές, η οποία κατάχρηση οδηγεί σε επιδείνωση του προβλήµατος του ιδιωτικού χρέους, αλλά και σε δηµιουργία κλίµατος καχυποψίας και προκατάληψης σε βάρος όλων όσοι προσφεύγουν στην προστασία του νόµου αυτού, ακόµα κι αν πραγµατικά τη χρειάζονται και τη δικαιούνται,
β) τη διόρθωση επιµέρους αστοχιών του νόµου, οι οποίες είτε οδηγούσαν σε αδικίες κατά των οφειλετών ή κατά των πιστωτών είτε εγκυµονούσαν τον κίνδυνο να υποχρεωθεί ο οφειλέτης να καταβάλει ποσά µεγαλύτερα από την ικανότητα αποπληρωµής του που η ίδια η δικαστική απόφαση προσδιόριζε.

Δευτερευόντως και εµµέσως, ορισµένες από τις προτεινόµενες διατάξεις (π.χ. η κατάργηση της µέγιστης διάρκειας των προσωρινών διαταγών ή ο αποκλεισµός της δεύτερης αίτησης από δόλια υπερχρεωµένους οφειλέτες) θα συµβάλουν και στη µερική αποφόρτιση των Ειρηνοδικείων και συνακόλουθα στην επιτάχυνση της διαδικασίας.

Άρθρο 56 Πεδίο εφαρµογής

Όταν αποβιώνει υπερχρεωµένο πρόσωπο, οι κληρονόµοι του πολλές φορές αποδέχονται την κληρονοµία είτε ελπίζοντας ότι θα καταφέρουν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις του κληρονοµουµένου είτε επειδή συγκατοικούσαν µε τον κληρονοµούµενο σε κατοικία ιδιοκτησίας του και θα αντιµετωπίσουν στεγαστικό πρόβληµα σε περίπτωση αποποίησης. Αν στη συνέχεια, δεν καταφέρουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που πλέον βαρύνουν αυτούς και ζητήσουν την υπαγωγή τους στο ν. 3869/2010, κινδυνεύουν να αντιµετωπίσουν την ένσταση δόλιας περιέλευσής τους σε µόνιµη και γενική αδυναµία πληρωµής µόνο και µόνο για το λόγο ότι αποδέχθηκαν εν γνώσει τους υπερχρεωµένη κληρονοµία. Το φαινόµενο όµως αυτό αφενός συνιστά κοινωνικό πρόβληµα από µόνο του, αφετέρου είναι επιβλαβές για την εθνική οικονοµία, αφού δηµιουργεί κίνητρο για αποποιήσεις κληρονοµιών, µε αποτέλεσµα το ενεργητικό του κληρονοµουµένου να παραµένει για µεγάλο χρονικό διάστηµα αναξιοποίητο. Για να αντιµετωπιστεί το πρόβληµα αυτό, προβλέπεται ρητά µε την προτεινόµενη διάταξη ότι η αποδοχή υπερχρεωµένης κληρονοµίας, ακόµα κι αν ο κληρονόµος γνώριζε την υπερχρέωση του κληρονοµουµένου κι απέβλεπε στην προστασία της κληρονοµιαίας κύριας κατοικίας, δεν συνιστά από µόνη της δόλια περιέλευση σε αδυναµία πληρωµής, παρά θα πρέπει να συνδυάζεται µε άλλα περιστατικά (π.χ. υπαιτιότητα του κληρονόµου για την υπερχρέωση του κληρονοµουµένου). Από την άλλη πλευρά, γενίκευση της διάταξης σε κάθε περίπτωση κληρονοµικής διαδοχής, ακόµα κι αν ο κληρονόµος δεν είχε στενή συγγένεια µε τον αρχικό οφειλέτη ή κληρονόµησε από διαθήκη, θα έδινε ευκαιρία καταχρήσεων από πρόσωπα, που αποδέχονται την κληρονοµία όχι από ανάγκη ούτε υπό δυσµενείς ψυχολογικές συνθήκες, αλλά βάσει σταθµίσεων και υπολογισµών. Για το λόγο αυτό η εµβέλεια της διάταξης περιορίζεται στην περίπτωση των νόµιµων µεριδούχων, ανεξάρτητα από το αν κληρονοµούν από διαθήκη, εξ αδιαθέτου ή από τη νόµιµη µοίρα. Για τις λοιπές περιπτώσεις, τα δικαστήρια θα πρέπει να είναι ελεύθερα να κρίνουν αν η αποδοχή υπερχρεωµένης κληρονοµίας εν γνώσει της υπερχρέωσης συνιστά από µόνη της δόλια περιέλευση σε αδυναµία πληρωµής.

Άρθρο 57 Διαδικασία προδικαστικού συµβιβασµού

Με την προτεινόµενη διάταξη προστίθεται στο περιεχόµενο της αναλυτικής κατάστασης οφειλών που παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύµατα προς τους οφειλέτες τους, ο αριθµός και η ηµεροµηνία της δανειακής σύµβασης, εφόσον βέβαια είναι διαθέσιµα. Οι πληροφορίες αυτές θα βοηθήσουν τον οφειλέτη να συντάξει το δικόγραφο της αίτησης, χωρίς να χρειάζεται να αναζητεί την ίδια τη σύµβαση
 
Άρθρο 58 Κατάθεση αίτησης και εγγράφων

Με την παράγραφο 1 υποχρεώνεται ο οφειλέτης να παραιτηθεί του τραπεζικού του απορρήτου, καθώς και να υποβάλει υπεύθυνη δήλωση περί µη πτωχευτικής ικανότητάς του. Η διάταξη αποσκοπεί στην αποκάλυψη στρατηγικών κακοπληρωτών, οι οποίοι είχαν µεγάλα ποσά κατατεθειµένα σε πιστωτικά ιδρύµατα που δεν είναι διάδικοι. Περαιτέρω αποσκοπεί στο να αποτρέψει την άσκηση αιτήσεων από πρόσωπα µε πτωχευτική ικανότητα, τα οποία επιδιώκουν να επωφεληθούν της αυτοδίκαιης αναστολής εκτέλεσης µέχρι την ηµέρα επικύρωσης.

Με την παράγραφο 2 διευκολύνεται το έργο του δικαστή στη διερεύνηση αιτήσεων είτε από πρόσωπα µε εµπορική ιδιότητα είτε από πρόσωπα που ασκούν πολλαπλές αιτήσεις, παράλληλες ή διαδοχικές. Συγκεκριµένα ανατίθεται στη γραµµατεία ένας προκαταρκτικός έλεγχος είτε για τυχόν εισόδηµα από επιχειρηµατική δραστηριότητα, εφόσον προκύπτει από τα συνυποβαλλόµενα έγγραφα, είτε για άσκηση άλλης αίτησης στο παρελθόν. Ο έλεγχος αυτός είναι αµιγώς επιβοηθητικός, καθώς ο γραµµατέας απλώς σηµειώνει τις διαπιστώσεις του στο φάκελο της αίτησης, ενώ ο δικαστής θα αποφασίσει τελικά αν ο οφειλέτης έχει εµπορική ιδιότητα ή αν η άσκηση πολλαπλών αιτήσεων συνιστά καταχρηστική συµπεριφορά.

Με την παράγραφο 3 προστίθενται δύο εδάφια στην παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010. Με το πρώτο επιδιώκεται να αντιµετωπιστεί η καταχρηστική συµπεριφορά ορισµένων αιτούντων, ενίοτε εµπόρων, οι οποίοι ασκούσαν αίτηση για να επωφεληθούν της αυτοδίκαιης αναστολής καταδιωκτικών µέτρων και την ηµέρα επικύρωσης παραιτούνταν του δικογράφου µόνο και µόνο για να επανασκήσουν την αίτηση και να επιτύχουν νέα αυτοδίκαιη αναστολή. Με την προτεινόµενη διάταξη παρέχεται αυτοδίκαιη αναστολή και στη δεύτερη αίτηση, αν ο οφειλέτης έχει παραιτηθεί µία φορά και την επανασκήσει, καθώς η παραίτηση µπορεί να οφείλεται στη διαπίστωση ενός σφάλµατος ή στην επιθυµία ένταξης οφειλών προς το Δηµόσιο, αν όµως έχει ήδη παραιτηθεί δύο φορές, τότε τυχόν τρίτη αίτηση δεν θα αναστέλλει αυτοδικαίως εκ του νόµου τα καταδιωκτικά µέτρα, παρά θα απαιτείται διαταγή του δικαστή κατά την παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3869/2010.

Με το δεύτερο προστιθέµενο εδάφιο, αποτρέπεται το ενδεχόµενο διαιώνισης υποθέσεων µέσω µαταίωσης της συζήτησης χωρίς επαναπροσδιορισµό.

Η παράγραφος 4 επιδιώκει να αντιµετωπίσει το φαινόµενο της καταχρηστικής επίτευξης αυτοδίκαιης αναστολής από πρόσωπα µε εµπορική ιδιότητα. Συγκεκριµένα, υπάρχουν, ευτυχώς µεµονωµένες, περιπτώσεις ειρηνοδικείων, στις οποίες η ηµέρα επικύρωσης απέχει αρκετά µεγάλο διάστηµα σε σχέση µε την ηµεροµηνία κατάθεσης της αίτησης. Στα Ειρηνοδικεία αυτά παρατηρήθηκε το φαινόµενο άσκησης αιτήσεων από εµπόρους, προκειµένου να ανασταλούν τα καταδιωκτικά µέτρα για αυτό το µεγάλο χρονικό διάστηµα. Για το λόγο αυτό η παράγραφος 4 προβλέπει ότι, αν η γραµµατεία διαπιστώσει εισόδηµα από επιχειρηµατική δραστηριότητα, τότε θα πρέπει ο Ειρηνοδίκης να κρίνει µέσα σε δέκα ηµέρες την εµπορική ή όχι ιδιότητα του οφειλέτη και να αποφασίσει αν θα ισχύει η απαγόρευση των καταδιωκτικών µέτρων µέχρι την ηµέρα επικύρωσης. Για να διασφαλιστεί ότι αυτή διαταγή θα εκδοθεί το συντοµότερο δυνατό, δεν προβλέπεται υποχρέωση κλήτευσης των διαδίκων, χωρίς πάντως να κωλύεται ο Ειρηνοδίκης να τους καλέσει, εφόσον κρίνει ότι η κλήτευσή τους θα µπορέσει να αποσαφηνίσει το ζήτηµα της εµπορικής ιδιότητας, χωρίς να καθυστερήσει την απόφασή του.

Άρθρο 59 Προδικασία

Με την παράγραφο 1 καταργείται η διάταξη που προβλέπει ισχύ της προσωρινής διαταγής το πολύ για έξι µήνες. Δεδοµένου ότι µε το άρθρο 58 εισάγεται άρση του τραπεζικού απορρήτου, οπότε οι πιστωτές µπορούν να πληροφορηθούν οποιαδήποτε µεταβολή της οικονοµικής κατάστασης του οφειλέτη και να ζητήσουν µεταρρύθµιση ή ακόµα και ανάκληση της προσωρινής διαταγής, η διατήρηση της καταργούµενης διάταξης θα οδηγούσε σε ανακύκλωση των υποθέσεων προσωρινής διαταγής και σε υπερφόρτωση των Ειρηνοδικείων χωρίς κάποια ουσιαστική ωφέλεια.

Η παράγραφος 2 συνδυάζεται µε τη ρύθµιση που εισάγει η παράγραφος 2 του άρθρου 61. Η ισχύουσα διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 5 σε συνδυασµό µε την παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 οδηγούσε σε αξιολογική αντινοµία. Αν ένας οφειλέτης κατέβαλλε δυνάµει της προσωρινής διαταγής ποσό µικρότερο από αυτό που όριζε η οριστική απόφαση και από τη χορήγηση της προσωρινής διαταγής µέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης µεσολαβούσε µεγάλο χρονικό διάστηµα, τότε ο οφειλέτης αντιµετώπιζε το εξής πρόβληµα: Οι δόσεις της προσωρινής διαταγής συνυπολογίζονταν στο χρονικό διάστηµα της ρύθµισης του άρθρου 8 του ν. 3869/2010, εποµένως το χρονικό διάστηµα των τριών ετών του άρθρου 8 µετρούσε από τη χορήγηση της προσωρινής διαταγής και συµπληρωνόταν σε µικρό διάστηµα από την έκδοση της οριστικής απόφασης. Μετά δε τη συµπλήρωση της τριετίας, καλούνταν ο οφειλέτης να αποπληρώσει εντόκως σε µόλις ένα έτος τη διαφορά, µε αποτέλεσµα να αναγκάζεται να υπερβεί την ικανότητα αποπληρωµής του. Αντίθετα, ο οφειλέτης στον οποίο δεν χορηγήθηκε καθόλου προσωρινή διαταγή, πληρώνει το ποσό ακριβώς που αντιστοιχεί στην ικανότητα αποπληρωµής του επί τρία έτη από την έκδοση της οριστικής απόφασης. Για να αντιµετωπιστεί αυτή η αντινοµία, οι προτεινόµενες διατάξεις προβλέπουν ότι το χρονικό διάστηµα των τριών ετών θα υπολογίζεται σε κάθε περίπτωση από την έκδοση της οριστικής απόφασης, το δε συνολικό ποσό που καταβλήθηκε δυνάµει της προσωρινής διαταγής θα αφαιρείται από τις καταβολές της ρύθµισης του άρθρου 8 του ν. 3869/2010, αφού βέβαια διαιρεθεί διά το πλήθος των δόσεων της ρύθµισης. Έτσι διασφαλίζεται αφενός ότι κανείς δεν θα χρειαστεί να υπερβεί την ικανότητα αποπληρωµής του, αφετέρου ότι όποιος κατέβαλε ποσά δυνάµει προσωρινής διαταγής θα περιέρχεται σε καλύτερη θέση από εκείνον που δεν έλαβε προσωρινή διαταγή και δεν κατέβαλε τίποτε.

Με την παράγραφο 3 αντιµετωπίζονται περιπτώσεις οφειλετών, οι οποίοι λαµβάνουν προσωρινή διαταγή, δεν καταβάλλουν όµως τα ποσά που ορίζει η προσωρινή διαταγή, στηριζόµενοι στο ότι η ανάκληση της προσωρινής διαταγής απαιτεί νέα πράξη του δικαστή, την οποία οι θιγόµενοι πιστωτές θα αποθαρρυνθούν να ζητήσουν λόγω κόστους, ιδίως αν το χρονικό διάστηµα που µεσολαβεί µέχρι τη συζήτηση της αίτησης δεν είναι µεγάλο. Προβλέπεται λοιπόν µε την προτεινόµενη ρύθµιση ότι µε την καθυστέρηση ποσού ίσου µε την αξία τριών µηνιαίων δόσεων θα παύει αυτοδικαίως η διαταχθείσα αναστολή, χωρίς να απαιτείται νέα πράξη του δικαστή. Από την άλλη πλευρά, λαµβάνονται ασφαλιστικές δικλείδες τόσο για την προστασία του οφειλέτη όσο και τη διαφύλαξη του συλλογικού χαρακτήρα της διαδικασίας. Συγκεκριµένα, πριν την παύση της αναστολής καλείται ο οφειλέτης να εξοφλήσει τις καθυστερούµενες δόσεις εντός τριάντα ηµερών, ώστε να έχει µία ακόµα ευκαιρία να διατηρήσει τη διαταχθείσα αναστολή. Αν δεν συµµορφωθεί, τότε ο θιγόµενος πιστωτής επιδίδει τη σχετική δήλωση σε όλους τους πιστωτές, καθώς θα πρέπει αυτοί να είναι ενήµεροι για τη δυνατότητα λήψης ατοµικών µέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, ώστε να διαφυλάξουν τα δικαιώµατά τους. Η λύση αυτή είναι δίκαιη, όταν ο οφειλέτης σκοπίµως παραλείπει την καταβολή των δόσεων, θα πρέπει όµως να ληφθεί µέριµνα τόσο για την περίπτωση, που η ασυνέπεια του οφειλέτη οφείλεται σε ανωτέρα βία µη δυνάµενη να αντιµετωπιστεί µε αίτηση µεταρρύθµισης της προσωρινής διαταγής, όσο και για την περίπτωση, που ο πιστωτής ασκεί καταχρηστικά το δικαίωµά του να προκαλέσει την παύση της αναστολής, π.χ. επειδή άσκησε το δικαίωµά του µε µεγάλη καθυστέρηση σε σχέση µε την ασυνέπεια του οφειλέτη, εισπράττοντας κανονικά τις δόσεις µεγάλου ενδιάµεσου χρονικού διαστήµατος. Για τις περιπτώσεις αυτές προβλέπεται δικαίωµα του οφειλέτη να ζητήσει εκ νέου χορήγηση της προσωρινής διαταγής.

Με την παράγραφο 4 καλύπτεται η περίπτωση, που ο οφειλέτης είναι συστηµατικά ασυνεπής ως προς την καταβολή των δόσεων της προσωρινής διαταγής, φροντίζει όµως να µην συσσωρεύεται ποτέ οφειλή τριών µηνών. Η περίπτωση αυτή θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική επίκληση της προσωρινής διαταγής από τον οφειλέτη και χρήζει αντιµετώπισης. Δεδοµένου ωστόσο ότι η συστηµατικότητα της ασυνέπειας απαιτεί διάγνωση και υποκειµενικών στοιχείων, δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη παύση ισχύος της προσωρινής διαταγής σε αυτήν την περίπτωση, αλλά ανάκλησή της από το δικαστή.

Άρθρο 60 Αναστολή καταδιωκτικών µέτρων
 
Οι παράγραφοι 1 και 3 ευθυγραµµίζουν τις ρυθµίσεις του άρθρου 6 ν. 3869/2010 µε την προτεινόµενη ρύθµιση της παραγράφου 1 του άρθρου 59 (κατάργηση της εξάµηνης διάρκειας της απόφασης αναστολής).

Εξάλλου οι παράγραφοι 2 και 4 ευθυγραµµίζουν το άρθρο 6 ν. 3869/2010 µε την προτεινόµενη ρύθµιση των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 59. Όσα λοιπόν αναφέρονται προς αιτιολόγηση των ανωτέρω διατάξεων ισχύουν και για το παρόν άρθρο mutatis mutandis.

Με την παράγραφο 5 προβλέπεται ότι η παύση ή ο περιορισµός της τοκογονίας κατά την παρ. 3 του άρθρου 6 19 του ν. 3869/2010 θεωρείται ότι ουδέποτε επήλθαν, αν η αίτηση απορριφθεί τελεσίδικα. Η ρύθµιση είναι εύλογη, καθώς δεν επιτρέπεται να ωφελείται ο οφειλέτης µόνο και µόνο από το γεγονός ότι άσκησε µία αίτηση απορριπτέα, είτε επειδή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις προστασίας του βάσει του ν. 3869/2010 είτε επειδή η αίτησή του βαρύνεται µε τυπικές πληµµέλειες που την καθιστούν απαράδεκτη.

Άρθρο 61 Δικαστική ρύθµιση χρεών

Η παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 προβλέπει ότι, αν η αίτηση του οφειλέτη απορριφθεί, νέα αίτηση µπορεί να υποβληθεί µόνο µετά την πάροδο ενός έτους. Η δυνατότητα νέας αίτησης είναι εύλογη εφόσον η απόρριψη της προηγούµενης έγινε για ουσιαστικούς λόγους, οι οποίοι µπορεί στη συνέχεια να µεταβληθούν, π.χ. επειδή υπάρχει δυνατότητα αποπληρωµής των χρεών, που στη συνέχεια µπορεί να εκλείψει, ή επειδή ασκείται εµπορική δραστηριότητα, που στη συνέχεια µπορεί να διακοπεί. Δεν ισχύει όµως το ίδιο όταν η αίτηση απορρίπτεται λόγω δόλιας περιέλευσης του οφειλέτη σε αδυναµία πληρωµής ή λόγω δόλιας παράβασης του καθήκοντος ειλικρινούς δήλωσης. Σε αυτήν την περίπτωση δεν νοείται µεταγενέστερη άρση του λόγου απόρριψης, η δε δυνατότητα επανάσκησης της αίτησης µόνο σε άσκοπη, ή και καταχρηστική από την πλευρά του οφειλέτη, ανακύκλωση υποθέσεων µπορεί να οδηγήσει. Για το λόγο αυτό η παράγραφος 1 αποκλείει την άσκηση δεύτερης αίτησης στις περιπτώσεις αυτές. Η παράγραφος 2 αιτιολογήθηκε παραπάνω, µε την παράγραφο 2 του άρθρου 59.

Άρθρο 62 Προστασία κύριας κατοικίας
 
Με την παράγραφο 1 καταργείται ο χρονικός περιορισµός που ισχύει για την έκδοση της πράξης της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 4469/2010. Σκοπός της κατάργησης είναι η παροχή δυνατότητας για τροποποίηση της ήδη εκδοθείσας απόφασης (54/2015, Β΄ 2740), αν στο µέλλον η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει µία τέτοια τροποποίηση σκόπιµη.

Με την παράγραφο 2 τροποποιούνται οι διατάξεις για τη συνεισφορά του Ελληνικού Δηµοσίου στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών για προστασία της κύριας κατοικίας. Η συνεισφορά αυτή, µολονότι είναι ανεκτίµητο βοήθηµα για τους οικονοµικά αδύναµους οφειλέτες, δεν έχει βρει την αντίστοιχη απήχηση στην πράξη, καθώς δεν υπάρχει επαρκής πληροφόρηση των οφειλετών για τη δυνατότητα αυτή. Για την ενεργοποίηση αυτής της δυνατότητας, η προτεινόµενη διάταξη προβλέπει τις εξής ρυθµίσεις: α) επισήµανση της δυνατότητας αυτής στην ίδια τη δικαστική απόφαση, που εξαιρεί την κύρια κατοικία από τη ρευστοποίηση· η επισήµανση αυτή έχει ρόλο αµιγώς υποµνηστικό και δεν είναι προϋπόθεση για την αποδοχή του αιτήµατος συνεισφοράς από τη Διοίκηση· β) δυνατότητα των ίδιων των πιστωτών να υποβάλουν την αίτηση προς τη Διοίκηση για λογαριασµό του οφειλέτη µετά την παρέλευση τριάντα ηµερών από τη δηµοσίευση της δικαστικής απόφασης. Παράλληλα, λαµβάνεται µέριµνα, ώστε να διασφαλιστούν τα συµφέροντα του Δηµοσίου σε περίπτωση ασυνέπειας του οφειλέτη ως προς την καταβολή της δικής του συνεισφοράς. Προς το σκοπό αυτό προβλέπεται ότι οι πιστωτές οφείλουν να ενηµερώνουν τη Διοίκηση, όταν ο οφειλέτης δεν καταβάλει τη δική του συνεισφορά, ώστε το Δηµόσιο να διακόψει την καταβολή της συµµετοχής του. Αν, εξαιτίας της µη έγκαιρης ενηµέρωσής του, το Δηµόσιο συνεχίσει να καταβάλλει τη συνεισφορά του και τελικά ο οφειλέτης λόγω της ασυνέπειάς του εκπέσει από τη ρύθµιση, τότε το Δηµόσιο θα µπορεί να αναζητήσει από τον πιστωτή ό,τι κατέβαλε µετά την ασυνέπεια του οφειλέτη. Επίσης, λαµβάνεται µέριµνα, ώστε ο οφειλέτης να µην υφίσταται δυσµενείς συνέπειες από τυχόν καθυστερήσεις της Διοίκησης ως προς την καταβολή της συνεισφοράς του Δηµοσίου. Συγκεκριµένα προβλέπεται ότι η καθυστέρηση του Δηµοσίου ως προς την καταβολή της συνεισφοράς του ουδέποτε µπορεί να οδηγήσει σε έκπτωση του οφειλέτη. Σε αυτήν την περίπτωση, εφόσον η συµµετοχή του Δηµοσίου έχει εγκριθεί από τη Διοίκηση, θα µπορεί ο πιστωτής να αναζητήσει τη συνεισφορά απευθείας από το Δηµόσιο. Τέλος, διαγράφεται ο χρονικός περιορισµός ως προς την έκδοση της κοινής υπουργικής απόφασης που καθορίζει τα κριτήρια προσδιορισµού του ύψους της συνεισφοράς του Δηµοσίου και τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις για την εφαρµογή των σχετικών διατάξεων. Σκοπός είναι και εδώ η παροχή δυνατότητας στη Διοίκηση να τροποποιήσει την υπ’ αριθ. 130377/2015 κ.υ.α. (Β΄ 2723), αν η τροποποίηση κριθεί στο µέλλον σκόπιµη. Με την παράγραφο 3 προστίθενται δύο παράγραφοι (2α και 2β) στο άρθρο 9 του ν. 3869/2010.

Με την προστιθέµενη παρ. 2α του ν. 3869/2010 εισάγεται µία σηµαντική µεταβολή στις προϋποθέσεις για προστασία της κύριας κατοικίας από τη ρευστοποίηση.

Η ισχύουσα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 εξαρτά την προστασία της κύριας κατοικίας από ένα ανώτατο όριο αντικειµενικής αξίας (180.000 ευρώ, προσαυξανόµενο ανάλογα µε την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη). Η εξάρτηση από την αντικειµενική αξία µπορεί να οδηγήσει σε αδικίες τόσο κατά του οφειλέτη όσο και κατά των πιστωτών, όταν η εµπορική αξία αποκλίνει από την αντικειµενική είτε προς τα κάτω είτε προς τα πάνω. Για το λόγο αυτό δίνεται η δυνατότητα σε οποιονδήποτε διάδικο να ζητήσει η απόφαση του δικαστηρίου για την εξαίρεση ή µη της κύριας κατοικίας να βασιστεί στην εµπορική αξία αυτής. Επειδή το ζήτηµα της προστασίας ή µη της κύριας κατοικίας είναι ιδιαίτερα σηµαντικό, ο προσδιορισµός της εµπορικής αξίας δεν µπορεί να επαφεθεί σε κάθε αποδεικτικό µέσο, αλλά επιβάλλεται η εµπορική αξία να τεκµηριώνεται µε έκθεση πιστοποιηµένου εκτιµητή, εγγεγραµµένου στο οικείο Μητρώο του Υπουργείου Οικονοµικών.

Δεδοµένης της µη επιδίκασης δικαστικής δαπάνης (παρ. 6 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010), είναι επίσης εύλογο η αµοιβή του εκτιµητή να καταβάλλεται από το διάδικο που ζητεί το διορισµό του εκτιµητή ως πραγµατογνώµονα, χωρίς πάντως να θίγονται οι διατάξεις για τη νοµική βοήθεια(ν. 3226/2004, Α΄ 24) ή για το ευεργέτηµα πενίας (άρθρα 194 έως 204 του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας).

Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος σκόπιµης πρόκλησης καθυστερήσεων από διαδίκους, που θα υποβάλλουν το αίτηµα διορισµού πραγµατογνώµονα το πρώτον µε τις προτάσεις, προκαλώντας έτσι την έκδοση µη οριστικής απόφασης, προβλέπεται ότι, αν ο διάδικος δεν προσκοµίζει ήδη έκθεση πιστοποιηµένου εκτιµητή, ο διορισµός πραγµατογνώµονα από το δικαστήριο θα πρέπει να ζητείται είτε µε το δικόγραφο της αίτησης είτε µε αυτοτελές δικόγραφο, το οποίο θα πρέπει να κατατίθεται τουλάχιστον έξι µήνες πριν την ηµεροµηνία συζήτησης.

Επιπλέον η προστιθέµενη παρ. 2α του ν. 3869/2010 λαµβάνει µέριµνα ώστε να αποτραπεί το ενδεχόµενο να απορρίψει το δικαστήριο το αίτηµα προστασίας της κύριας κατοικίας λόγω υψηλής αξίας αυτής, εν συνεχεία όµως αυτή να ρευστοποιηθεί σε τιµή κατώτερη του ορίου προστασίας της.

Προς το σκοπό αυτό προβλέπεται ότι το όριο αξίας για προστασία της κύριας κατοικίας τίθεται ως ελάχιστη επιτρεπτή τιµή πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασµό της. Ο περιορισµός αυτός ισχύει µόνο για τρία έτη από τη δηµοσίευση της απόφασης, καθώς µετά την πάροδο µεγάλου χρονικού διαστήµατος υπάρχει σοβαρό ενδεχόµενο µεταβολής της αξίας της κατοικίας, η οποία µεταβολή, ως επιγενόµενο περιστατικό, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη αναφορικά µε την τιµή πρώτης προσφοράς, δεν δικαιολογεί όµως αµφισβήτηση της ορθότητας της δικαστικής απόφασης. Αν όµως µέσα στο ανωτέρω χρονικό διάστηµα υπάρξουν δύο άγονοι πλειστηριασµοί µε τιµή πρώτης προσφοράς ίση µε το όριο αξίας για προστασία κύριας κατοικίας, τότε είναι προφανές ότι το δικαστήριο εσφαλµένα αρνήθηκε λόγω υψηλής αξίας την προστασία της. Σε αυτήν την περίπτωση είναι εύλογο η απόφαση να µεταρρυθµιστεί και το δικαστήριο να διατάξει την προστασία της, εφόσον φυσικά συντρέχουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9, δεσµευόµενο ως προς την εµπορική αξία από το γεγονός των δύο άγονων πλειστηριασµών. Η αίτηση µεταρρύθµισης θα µπορεί να υποβληθεί και µετά την 31.12.2018, εφόσον η αρχική αίτηση είχε υποβληθεί πριν την ηµεροµηνία αυτή, γιατί σε αντίθετη περίπτωση δεν θα είχε νόηµα η πρόβλεψη της τριετούς προθεσµίας, κατά την οποία ισχύει ο περιορισµός της τιµής πρώτης προσφοράς.

Με την προστιθέµενη παρ. 2β του ν. 3869/2010 ρυθµίζεται το ζήτηµα της χρονικής σύµπτωσης της δικαστικής ρύθµισης του άρθρου 8 ν. 3869/2010 και του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9 ν. 3869/2010.

Το ζήτηµα αυτό φαίνεται να µένει αρρύθµιστο από τον ισχύοντα νόµο. Με αυτόν τον τρόπο όµως: α) είτε θα υποχρεωθούν οι οφειλέτες κατά τη διάρκεια της ρύθµισης του άρθρου 8 να καταβάλουν ποσά που υπερβαίνουν την ικανότητα αποπληρωµής τους, µε ορατό τον κίνδυνο έκπτωσής τους, β) είτε το δικαστήριο θα τοποθετήσει την έναρξη του σχεδίου διευθέτησης οφειλών στη λήξη της δικαστικής ρύθµισης, οπότε όµως οι οφειλέτες θα επιβαρυνθούν µε τους τόκους του σχεδίου διευθέτησης και επιπλέον επιµηκύνεται η συνολική περίοδος αποπληρωµής. Για να µη µείνει λοιπόν το ζήτηµα αρρύθµιστο και προκειµένου να αποτραπούν και τα δύο ανωτέρω ενδεχόµενα, προβλέπεται ότι το δικαστήριο θα κατανείµει το συνολικό ποσό, που µπορεί να καταβάλλει ο οφειλέτης, µεταξύ της ρύθµισης του άρθρου 8 και του σχεδίου διευθέτησης του άρθρου 9. Κριτήριο για την κατανοµή θα πρέπει να είναι η µη χειροτέρευση της θέσης των πιστωτών σε σχέση µε τη θέση που θα είχαν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Αν π.χ. ο οφειλέτης µπορεί να καταβάλλει 500 ευρώ µηνιαίως και η αξία ρευστοποίησης της πρώτης κατοικίας µπορεί να καλυφθεί σε 20 έτη µε καταβολή τοκοχρεωλυτικής µηνιαίας δόσης 350 ευρώ, τότε η µηνιαία δόση της ρύθµισης του άρθρου 8 δεν θα µπορεί να υπερβαίνει τα 150 ευρώ ούτε η µηνιαία δόση του σχεδίου διευθέτησης του άρθρου 9 θα µπορεί να υπολείπεται των 350 ευρώ.

Η παράγραφος 4 επιδιώκει τη σαφήνεια της τροποποιούµενης διάταξης, καθώς προστίθενται παρ. 2α και 2β και η φράση «της παραγράφου αυτής», που υπάρχει στην παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010, πρέπει να καταστεί σαφές σε ποια παράγραφο αναφέρεται.

Η παράγραφος 5 αντιµετωπίζει την περίπτωση που το Μονοµελές Πρωτοδικείο, δικάζοντας κατ’ έφεση, ορίζει µηνιαία δόση µεγαλύτερη από αυτήν που είχε ορίσει το Ειρηνοδικείο. Η περίπτωση αυτή οµοιάζει µε την περίπτωση της διαφοράς δόσης µεταξύ προσωρινής διαταγής και οριστικής απόφασης. Στην τελευταία περίπτωση το ζήτηµα αντιµετωπίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 59 και την παράγραφο 2 του άρθρου 61 µε τοποθέτηση της έναρξης της τριετίας στη δηµοσίευση της οριστικής απόφασης. Υιοθέτηση όµως παρόµοιας ρύθµισης και στην περίπτωση της κατ’ έφεση δίκης θα δηµιουργούσε ανασφάλεια αναφορικά µε την απαλλαγή ή όχι του οφειλέτη και µία επ’ άπειρον «οµηρεία» όλων των διαδίκων σε περίπτωση που οποιοσδήποτε από αυτούς ασκήσει έφεση. Για το λόγο αυτό, χωρίς να θίγεται η έναρξη της τριετούς ρύθµισης από την πρωτοβάθµια απόφαση, προβλέπεται ότι η διαφορά θα καταβληθεί, εντασσόµενη από το δευτεροβάθµιο δικαστήριο στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών µε τέτοιο τρόπο, ώστε να µην υπερβαίνεται η µέγιστη ικανότητα αποπληρωµής του οφειλέτη. Αν π.χ., στο παράδειγµα που αναφέρθηκε στην αιτιολόγηση της προστιθέµενης παρ. 2β του άρθρου 9 του ν. 3869/2010, το πρωτοβάθµιο δικαστήριο είχε ορίσει τη δόση της ρύθµισης του άρθρου 8 στα 150 ευρώ και τη δόση του σχεδίου διευθέτησης του άρθρου 9 στα 350 ευρώ και το δευτεροβάθµιο δικαστήριο προσδιορίσει την ικανότητα αποπληρωµής του οφειλέτη στα 600 ευρώ, τότε το δευτεροβάθµιο δικαστήριο θα κατανείµει τα επιπλέον 100 ευρώ µεταξύ της ρύθµισης του άρθρου 8, του σχεδίου διευθέτησης του άρθρου 9 και της διαφοράς δόσεων µεταξύ πρωτοβάθµιας και δευτεροβάθµιας απόφασης. Η διάταξη κάνει λόγο για άτοκη εξόφληση της διαφοράς. Ωστόσο θα πρέπει να επισηµανθεί ότι ο κανόνας της µη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών σε σύγκριση µε τη θέση τους σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης ισχύει και σε αυτήν την περίπτωση αναφορικά µε το σχέδιο διευθέτησης οφειλών. Εποµένως, µολονότι δεν θα καταβληθεί τόκος επί της διαφοράς, η αφαίρεσή της από την αξία ρευστοποίησης της προστατευόµενης κύριας κατοικίας θα αναχθεί σε όρους καθαρής παρούσας αξίας, λαµβάνοντας υπόψη και τον καθυστερηµένο χρόνο καταβολής της.

Με την παράγραφο 6 δίνεται η δυνατότητα σε όλους τους διαδίκους να ζητήσουν µεταρρύθµιση του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9, εφόσον η µεταρρύθµιση υπαγορεύεται από µεταγενέστερα γεγονότα. Ο ισχύων νόµος προβλέπει µεταρρύθµιση µόνο της ρύθµισης του άρθρου 8, µε αποτέλεσµα να καθίσταται δύσκαµπτο το σχέδιο διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9 και αφενός οι οφειλέτες, που αντιµετωπίζουν κάποια δυσµενή µεταβολή της οικονοµικής τους κατάστασης, να βρίσκονται ενώπιον του κινδύνου απώλειας της προστασίας της κύριας κατοικίας τους, αφετέρου οι πιστωτές να υφίστανται ζηµία παρά τη βελτίωση των εισοδηµάτων του οφειλέτη. Για να διατηρηθεί ο µεταρρυθµιστικός χαρακτήρας του αιτήµατος και να µην δοθεί η δυνατότητα καταστρατήγησης των µεταβατικών διατάξεων των νόµων, που κατά καιρούς τροποποίησαν την παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010, προβλέπεται ρητώς ότι το σχέδιο διευθέτησης οφειλών, και µετά τη µεταρρύθµισή του, θα παραµένει εντός των ορίων που θέτει η παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010, όπως αυτό εφαρµόστηκε από τη µεταρρυθµιζόµενη απόφαση. Αν λοιπόν π.χ. η µεταρρυθµιζόµενη απόφαση εφάρµοσε το ν. 4346/2015 (Α΄ 152) και µερίµνησε για τη µη χειροτέρευση της θέσης των πιστωτών σε σχέση µε τη θέση που θα είχαν επί αναγκαστικής εκτέλεσης, ο κανόνας αυτός θα πρέπει να γίνει σεβαστός και από τη µεταρρυθµιστική απόφαση.

Άρθρο 63 Καθήκον ειλικρινούς δήλωσης
 
Με τη διάταξη αυτή προστίθενται τα πιστωτικά ιδρύµατα στους φορείς που υποχρεούνται να δίνουν στους πιστωτές κάθε χρήσιµη πληροφορία για την οικονοµική κατάσταση του οφειλέτη, ύστερα από αίτηση που διαβιβάζεται µέσω του αρµόδιου Εισαγγελέα. Δεδοµένης της άρσης του τραπεζικού απορρήτου κατά τη διάρκεια της δίκης, που εισάγεται µε την παράγραφο 1 του άρθρου 58, η διάταξη διασφαλίζει την πληρέστερη πληροφόρηση των πιστωτών για την οικονοµική κατάσταση του οφειλέτη κατά την περίοδο ρύθµισης των οφειλών.

Άρθρο 64 Απαλλαγή από υπόλοιπα χρεών

Με την παράγραφο 1 καθίσταται προαιρετική πλέον η απόφαση του Ειρηνοδικείου που πιστοποιεί την απαλλαγή του οφειλέτη.

Έτσι απαλλάσσεται ο οφειλέτης από µία διαδικασία, η οποία συνεπάγεται δαπάνες γι’ αυτόν, αλλά και αποφορτίζονται τα Ειρηνοδικεία από περιττές δίκες. Με την προτεινόµενη ρύθµιση, η απαλλαγή του οφειλέτη επέρχεται αυτοδικαίως µε την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεών του από την απόφαση ρύθµισης οφειλών, χωρίς να απαιτείται κάποια πρόσθετη διαδικασία. Διατηρείται πάντως το δικαίωµα του οφειλέτη να ζητήσει την έκδοση απόφασης που θα βεβαιώνει την απαλλαγή του, αν επιθυµεί µία πρόσθετη διασφάλισή του. Η ρύθµιση της παραγράφου 2 είναι συναφής µε την προτεινόµενη ρύθµιση της παραγράφου 3 του άρθρου 59. Όσα λοιπόν αναφέρονται προς αιτιολόγηση τις ανωτέρω διάταξης ισχύει και για το παρόν άρθρο mutatis mutandis. Επισηµαίνεται µόνο ότι σκοπίµως δεν προτείνεται για την έκπτωση από τη ρύθµιση διάταξη παρόµοια µε την παράγραφο 4 του άρθρου 59 (έκπτωση λόγω συστηµατικής παράβασης της δικαστικής ρύθµισης), αφού η έκπτωση από ρύθµιση δυνάµει οριστικής απόφασης είναι πολύ σοβαρότερη από την παύση ισχύος µιας προσωρινής διαταγής και εποµένως επιβάλλεται να έχει αυστηρότερες προϋποθέσεις.

Άρθρο 65 Δικαιώµατα συνοφειλετών
 
Με την προτεινόµενη διάταξη καλύπτεται ένα κενό του προϊσχύοντος δικαίου. Η ισχύουσα διάταξη προβλέπει απαλλαγή του οφειλέτη έναντι των εγγυητών, των εις ολόκληρο υπόχρεων ή άλλων δικαιούχων σε αναγωγή. Ο σκοπός της ισχύουσας διάταξης είναι προφανής: αν ο οφειλέτης εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του από την απόφαση δικαστικής ρύθµισης και απαλλαγεί από τα υπόλοιπα των οφειλών του, η άσκηση οποιασδήποτε αναγωγικής αξίωσης κατ’ αυτού θα µαταίωνε τη βασική επιδίωξη του νόµου για παροχή δεύτερης ευκαιρίας στον οφειλέτη. Δεν προβλέπεται όµως τι ισχύει σε περίπτωση που ο εγγυητής ή ο εις ολόκληρον υπόχρεος καταβάλει στον πιστωτή, πριν την ολοκλήρωση της δικαστικής ρύθµισης, όχι µόνο το τµήµα της οφειλής, από το οποίο πρόκειται να απαλλαγεί ο οφειλέτης µετά την ολοκλήρωση της ρύθµισης, αλλά και τµήµα της οφειλής, που πρόκειται να ικανοποιηθεί από την απόφαση ρύθµισης ή από το σχέδιο διευθέτησης οφειλών. Σε αυτήν την περίπτωση, η ισχύουσα διάταξη θα οδηγούσε σε απαλλαγή του οφειλέτη πριν την ολοκλήρωση της ρύθµισης, µία λύση που είναι άδικη για τον εγγυητή ή τον εις ολόκληρο υπόχρεο. Για τους παραπάνω λόγους η προτεινόµενη διάταξη προβλέπει ότι ο εγγυητής, αν καταβάλει όχι µόνο το τµήµα της οφειλής, από το οποίο θα απαλλαγεί ο πρωτοφειλέτης, αλλά και τµήµα της οφειλής που εντάσσεται είτε στη ρύθµιση του άρθρου 8 είτε στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9, τότε υποκαθίσταται στη θέση του πιστωτή, µε τους όρους που θα συµµετείχε ο τελευταίος στη ρύθµιση. Η λύση αυτή είναι δίκαιη για τον εγγυητή, χωρίς να επιβαρύνει τη θέση του πρωτοφειλέτη, ο οποίος θα καταβάλει στον εγγυητή τα ίδια ποσά που θα κατέβαλλε στον πιστωτή.

Άρθρο 66 Θάνατος του οφειλέτη
 
Με την προτεινόµενη διάταξη αντιµετωπίζεται η περίπτωση, που ο οφειλέτης αποβιώνει είτε κατά τη διάρκεια της δίκης είτε µετά την έκδοση οριστικής απόφασης, αλλά πριν την απαλλαγή του. Σε αυτήν την περίπτωση, επειδή η απόφαση ρυθµίζει τις οφειλές µε βάση συνθήκες που συντρέχουν στο πρόσωπο του οφειλέτη, η δίκη δεν µπορεί να συνεχιστεί από τους κληρονόµους ούτε η απόφαση µπορεί να ισχύσει αυτοµάτως υπέρ των κληρονόµων. Από την άλλη πλευρά, η αναβίωση των οφειλών του κληρονοµουµένου οδηγεί σε ανεπιεικείς λύσεις για τους κληρονόµους που χρησιµοποιούν την κληρονοµιαία κύρια κατοικία ως δική τους κύρια κατοικία, καθώς αυτοί δεν θα µπορούν µετά την 31.12.2018 να ζητήσουν την προστασία της, έστω κι αν ο κληρονοµούµενος είχε ασκήσει αίτηση πριν την ηµεροµηνία αυτή και πληρούσε τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για την προστασία της. Ακόµα κι αν ο οφειλέτης αποβιώσει και ο κληρονόµος ασκήσει δική του αίτηση πριν την ηµεροµηνία αυτή, ο κληρονόµος θα υποχρεωθεί να καταβάλει εκ νέου το σύνολο της αξίας ρευστοποίησης της κατοικίας, χωρίς να λαµβάνονται υπόψη οι καταβολές του κληρονοµουµένου, εκτός φυσικά και αν το άθροισµα των καταβολών του κληρονοµουµένου και της αξίας ρευστοποίησης υπερβαίνει το συνολικό ύψος των οφειλών.

Αυτά τα προβλήµατα προσπαθεί να αντιµετωπίσει η προτεινόµενη ρύθµιση, η οποία προσθέτει άρθρο 12α στο ν. 3869/2010.

Με την παράγραφο 1 του άρθρου 12α επιβεβαιώνεται ο προσωποπαγής χαρακτήρας της δίκης, µε την πρόβλεψη κατάργησής της σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη. Η παράγραφος 2 ρυθµίζει το ύψος των οφειλών, που βαρύνουν τον κληρονόµο, αν ο οφειλέτης αποβιώσει είτε κατά τη διάρκεια της εκκρεµοδικίας είτε µετά την έκδοση οριστικής απόφασης, αλλά πριν την απαλλαγή του κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 11. Οι απαιτήσεις των πιστωτών επανέρχονται στο ύψος που θα βρίσκονταν, αν δεν είχε υποβληθεί η αίτηση, µειωµένο κατά τις καταβολές του κληρονοµουµένου.

Διατηρείται όµως η παύση ή ο περιορισµός της τοκογονίας κατά το χρονικό διάστηµα µέχρι το θάνατο του οφειλέτη, καθώς για το χρονικό αυτό διάστηµα δεν µπορεί να γίνει λόγος για υπερηµερία του, ούτε άλλωστε είναι εύλογο να διαταραχθεί µε αναδροµική ενέργεια η ισορροπία µεταξύ των πιστωτών, των οποίων οι απαιτήσεις επιβαρύνονται µε διαφορετικά επιτόκια, µόνο και µόνο λόγω του θανάτου του οφειλέτη.

Με την παράγραφο 3 αντιµετωπίζεται η περίπτωση που ο οφειλέτης είχε προστατεύσει δικαστικά την κύρια κατοικία του από τη ρευστοποίηση πλην όµως αποβίωσε πριν την ολοκλήρωση του σχεδίου διευθέτησης οφειλών.

Σε αυτήν την περίπτωση δίνεται η δυνατότητα στον κληρονόµο, που πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο ν. 3869/2010, χρησιµοποιεί την κύρια κατοικία του κληρονοµουµένου ως δική του κύρια κατοικία και συντρέχουν στο πρόσωπό του οι λοιπές προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 να ζητήσει από το δικαστήριο να του επιτρέψει τη συνέχιση του σχεδίου διευθέτησης, προσαρµοσµένου φυσικά στη δική του ικανότητα αποπληρωµής. Η αρχή της µη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών δεν θίγεται ούτε επιτρέπεται η συνολική διάρκεια των σχεδίων διευθέτησης του κληρονοµουµένου και του κληρονόµου να υπερβαίνουν τη µέγιστη επιτρεπόµενη διάρκεια (20 έτη και κατ’ εξαίρεση 35 έτη επί συµβάσεων µεγαλύτερης διάρκειας).

Ωστόσο ο κληρονόµος θα µπορεί να ζητήσει προστασία της κύριας κατοικίας και µετά την 31.12.2018, η δε αξία ρευστοποίησης, την οποία θα καταβάλει για την προστασία της κύριας κατοικίας, θα µειωθεί κατά τα ποσά που κατέβαλε ο κληρονοµούµενος.

Τέλος η παράγραφος 4 ρυθµίζει την περίπτωση που ο κληρονόµος χρησιµοποιεί ως κύρια κατοικία την κύρια κατοικία του κληρονοµουµένου, ο τελευταίος όµως αποβίωσε µετά την άσκηση αίτησης αλλά πριν την έκδοση απόφασης που προστατεύει την κύρια κατοικία του. Στην περίπτωση αυτή ο κληρονόµος δεν χάνει την προστασία της κληρονοµιαίας κύριας κατοικίας στο πρόσωπό του µε τους όρους της παραγράφου 3, θα πρέπει όµως το δικαστήριο να κρίνει επιπλέον ότι οι προϋποθέσεις προστασίας της κύριας κατοικίας συνέτρεχαν και στο πρόσωπο του κληρονοµουµένου, δηλαδή ότι το αίτηµα του κληρονοµουµένου για προστασία της θα γινόταν δεκτό, αν η δίκη δεν καταργούταν.

Άρθρο 67 Αρχείο αιτήσεων

Με την προτεινόµενη διάταξη διευκολύνεται η πρόσβαση της γραµµατείας των Ειρηνοδικείων στο γενικό αρχείο αιτήσεων του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ώστε να είναι ευχερέστερος ο έλεγχος της ύπαρξης προηγούµενων αιτήσεων από τον ίδιο οφειλέτη, εκκρεµών ή µη, τον οποίο εισάγει η παράγραφος 2 του άρθρου 58. Τον ίδιο σκοπό επιδιώκει και η κατάργηση της δυνατότητας διαγραφής των στοιχείων από το εν λόγω αρχείο µετά την παρέλευση ενός έτους από την αµετάκλητη απόρριψη των αιτήσεων ή την κατάργηση των δικών.

Άρθρο 68 Μεταβατικές διατάξεις

Με την παράγραφο 1 ορίζεται ότι ο κανόνας, περί µη θεµελίωσης δόλιας υπερχρέωσης µόνο και µόνο στο γεγονός της αποδοχής υπερχρεωµένης κληρονοµίας, ισχύει αναδροµικά και σε αποδοχές που έλαβαν χώρα πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόµου. Η ρύθµιση αυτή επιβάλλεται για λόγους ισότητας.

Η ρύθµιση της παραγράφου 2 επιβάλλεται από την ανάγκη να δοθεί ένας εύλογος χρόνος στα πιστωτικά ιδρύµατα να προσαρµόσουν τα µηχανογραφικά τους συστήµατα, ώστε να µπορούν να χορηγούν βεβαιώσεις µε το πρόσθετο περιεχόµενο που προβλέπει το άρθρο 57.

Με την παράγραφο 3 ρυθµίζεται το ζήτηµα της άρσης του τραπεζικού απορρήτου στις περιπτώσεις των εκκρεµών αιτήσεων. Η απαίτηση προσκόµισης της σχετικής δήλωσης και από τους οφειλέτες εκκρεµών αιτήσεων θα επιβάρυνε δυσανάλογα τις γραµµατείες των Ειρηνοδικείων και επιπλέον θα ενείχε τον κίνδυνο απόρριψης αιτήσεων µόνο και µόνο για το λόγο ότι κάποιοι οφειλέτες, ενδεχοµένως αµελώς οπωσδήποτε όµως όχι κακόπιστα, θα παρέλειπαν να προσκοµίσουν αυτή τη δήλωση. Για το λόγο αυτό προκρίθηκε η λύση να δοθεί µία προθεσµία τριών µηνών, στους οφειλέτες που δεν επιθυµούν την άρση του τραπεζικού απορρήτου, να παραιτηθούν από τις αιτήσεις τους, µε αυτόµατη άρση του απορρήτου µετά την παρέλευση της ως άνω προθεσµίας. Με τον τρόπο αυτό αφενός οι πιστωτές θα έχουν την πληροφόρηση που χρειάζονται για την υπεράσπισή τους, αφετέρου εκτιµάται ότι θα αποφορτιστούν τα πινάκια από υποθέσεις στρατηγικών κακοπληρωτών.

Με την παράγραφο 4 επεκτείνεται ο έλεγχος από τη γραµµατεία για την ύπαρξη εισοδηµάτων από επιχειρηµατική δραστηριότητα και για ύπαρξη προηγούµενων αιτήσεων σε ορισµένες εκκρεµείς υποθέσεις. Για να µην επιβαρυνθεί υπερβολικά η γραµµατεία των δικαστηρίων, επιλέχθηκαν οι υποθέσεις, στις οποίες ο έλεγχος αυτός θα έχει τη µεγαλύτερη χρησιµότητα: είναι οι υποθέσεις, στις οποίες δεν έχει αποφανθεί ακόµα ο Ειρηνοδίκης για τη χορήγηση ή όχι προσωρινής διαταγής και η ηµέρα επικύρωσης απέχει πέραν των δύο µηνών από την έναρξη ισχύος του νόµου. Αν ο Ειρηνοδίκης έχει ήδη αποφανθεί για τη χορήγηση ή όχι προσωρινής διαταγής, τότε η υπόθεση έχει περάσει και από δικαστική βάσανο και από τον έλεγχο των πιστωτών και οπωσδήποτε δεν πρόκειται για την περίπτωση του στρατηγικού κακοπληρωτή που καταχράται την αυτοδίκαιη αναστολή εκτέλεσης. Αν πάλι η ηµέρα επικύρωσης απέχει λιγότερο από δύο µήνες από την έναρξη ισχύος του νόµου, τότε το αυτοδίκαιο ανα σταλτικό αποτέλεσµα θα διαρκέσει τόσο λίγο, ώστε αξίζει οι γραµµατείες να επικεντρωθούν σε υποθέσεις µε µεγαλύτερο κίνδυνο καταχρήσεων.

Η παράγραφος 5 επιδιώκει να τερµατίσει το αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσµα (όχι τις χορηγηθείσες προσωρινές διαταγές) των εκκρεµών αιτήσεων, όταν ο οφειλέτης έχει ήδη ασκήσει δύο αιτήσεις και έχει παραιτηθεί από αυτές. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο κίνδυνος κατάχρησης είναι τόσο σοβαρός, ώστε η ρύθµιση επιβάλλεται να επεκταθεί και σε εκκρεµείς αιτήσεις.

Οι παράγραφοι 6 και 7 περιέχουν µεταβατικές διατάξεις αναφορικά µε τον κανόνα της πλασµατικής παραίτησης από την αίτηση, όταν η συζήτηση µαταιωθεί και δεν προσδιοριστεί νέα συζήτηση εντός τριάντα ηµερών. Κατά την παράγραφο 6 ο κανόνας αυτός ισχύει κατ’ αρχήν όταν η µαταίωση λάβει χώρα µετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόµου. Τούτο είναι εύλογο, καθώς µόνο αν η µαταίωση γίνει µετά από την έναρξη ισχύος είναι οι διάδικοι προϊδεασµένοι για τις συνέπειες της µαταίωσης και µπορεί να απαιτηθεί από αυτούς να βρίσκονται σε εγρήγορση για νέο προσδιορισµό συζήτησης. Επειδή όµως δεν δικαιολογείται να παραµένουν εσαεί σε εκκρεµότητα υποθέσεις που µαταιώθηκαν στο παρελθόν, η παράγραφος 7 επεκτείνει την πλασµατική παραίτηση και σε αυτές τις υποθέσεις, θέτοντας όµως µεγαλύτερη προθεσµία για την επαναφορά τους. Η µεγαλύτερη προθεσµία επιβάλλεται ακριβώς από το γεγονός ότι οι διάδικοι δεν βρίσκονται στην ίδια εγρήγορση όπως στην περίπτωση των µεταγενέστερων µαταιώσεων. Εξάλλου επιβάλλεται ο µη συνυπολογισµός των δικαστικών διακοπών στην προθεσµία αυτή, προκειµένου να µην υποστούν δυσµενείς συνέπειες οι αιτούντες «ξεχασµένων» υποθέσεων που ενδεχοµένως έχουν χάσει την επαφή µε το δικηγόρο τους και µπορεί να δυσκολευτούν κατά τις δικαστικές διακοπές να προκαλέσουν τον επαναπροσδιορισµό των υποθέσεών τους.

Με την παράγραφο 8 επεκτείνονται και στις εκκρεµείς υποθέσεις ορισµένες ρυθµίσεις, των οποίων η άµεση εφαρµογή θα επιλύσει προβλήµατα, χωρίς να διαταράξει την οµαλότητα της διαδικασίας. Η άµεση εφαρµογή της ρύθµισης για το συνυπολογισµό των δόσεων δυνάµει της προσωρινής διαταγής στο ποσό (και όχι στο χρόνο) της ρύθµισης του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 θα αποτρέψει το ενδεχόµενο να κληθούν οι οφειλέτες των εκκρεµών αιτήσεων να υπερβούν την ικανότητα αποπληρωµής τους. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί η άµεση εφαρµογή της ρύθµισης για κατανοµή του ποσού που µπορεί να καταβάλλει ο οφειλέτης µεταξύ της ρύθµισης του άρθρου 8 και του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9, καθώς και της ρύθµισης για την καταβολή της διαφοράς µεταξύ της χαµηλότερης δόσης που ορίζει η πρωτοβάθµια απόφαση και της υψηλότερης δόσης που ορίζει η δευτεροβάθµια απόφαση. Η άµεση εφαρµογή και στις εκκρεµείς αιτήσεις της ρύθµισης, για επιβάρυνση του οφειλέτη απορριπτόµενης αίτησης µε τους τόκους του ενδιάµεσου χρονικού διαστήµατος, θα διασφαλίσει ότι οι πιστωτές δεν θα ζηµιωθούν από αιτήσεις που είναι εκκρεµείς, αλλά απορριπτέες. Η άµεση εφαρµογή της ρύθµισης για προστασία της κύριας κατοικίας βάσει της εµπορικής της αξίας θα αποτρέψει οποιαδήποτε αδικία, εις βάρος οφειλέτη ή πιστωτών, στις εκκρεµείς αιτήσεις.

Με την παράγραφο 9 προβλέπεται ότι οι ρυθµίσεις για αυτοδίκαιη παύση της προσωρινής διαταγής ή της απόφασης αναστολής, σε περίπτωση υπερηµερίας του οφειλέτη, εφαρµόζονται και στις εκκρεµείς υποθέσεις. Επειδή όµως θα ήταν ανεπιεικές οι οφειλέτες, για τους οποίους οι προϋποθέσεις παύσης της προσωρινής διαταγής κατά τον παρόντα νόµο, συνέτρεξαν ήδη στο παρελθόν, να βρεθούν ξαφνικά απροστάτευτοι, χωρίς καµία δυνατότητα αντίδρασης, προβλέπεται ότι οι ρυθµίσεις αυτές εφαρµόζονται µόνο εφόσον η όχληση του πιστωτή επιδοθεί µετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόµου, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους οφειλέτες αυτούς να συµµορφωθούν, έστω και εκ των υστέρων. Εξάλλου η επέκταση των ρυθµίσεων για αυτοδίκαιη παύση της προσωρινής διαταγής δεν έχει νόηµα, αν οι προσωρινές διαταγές έχουν ήδη ανακληθεί κατ’ εφαρµογή του προϊσχύοντος δικαίου. Αν κατά την έναρξη ισχύος του νόµου υπάρχουν εκκρεµείς αιτήσεις ανάκλησης, η κρίση τους κατά τις ουσιαστικές διατάξεις του παρόντος θα οδηγήσει σε δικαιότερες λύσεις.

Η παράγραφος 10 ρυθµίζει την περίπτωση, που πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόµου η αίτηση του οφειλέτη απορρίφθηκε τελεσίδικα λόγω δόλου του. Αν ο δόλος κρίθηκε επί της ουσίας από το δευτεροβάθµιο δικαστήριο, είναι εύλογο να µην επιτραπεί η άσκηση νέας αίτησης από αυτόν τον οφειλέτη, αφού δεν µπορεί να υπήρξε κάποια µεταβολή ως προς την περίσταση αυτή. Υπάρχουν όµως περιπτώσεις οφειλετών, των οποίων οι αιτήσεις απορρίφθηκαν από το Ειρηνοδικείο λόγω δόλου, οι δε οφειλέτες αυτοί, µολονότι είχαν την επιλογή να ασκήσουν έφεση και ενδεχοµένως υπήρχαν και πιθανότητες ευδοκίµησης αυτής, επέλεξαν, είτε προς περιορισµό των εξόδων είτε για άλλο µη µεµπτό λόγο, να µην ασκήσουν έφεση, αλλά νέα αίτηση. Για αυτούς τους οφειλέτες δεν δικαιολογείται η αναδροµική ισχύς της απαγόρευσης άσκησης νέας αίτησης και η νέα αίτησή τους, είτε ασκήθηκε πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόµου, είτε ασκηθεί µετά, θα πρέπει να εξεταστεί στην ουσία της.

Με την παράγραφο 11 εφαρµόζονται και επί υποθέσεων µε ήδη εκδοθείσες αποφάσεις οι εξής ρυθµίσεις: α) οι ρυθµίσεις για τη συνεισφορά του Δηµοσίου, β) η δυνατότητα µεταρρύθµισης του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9 και γ) οι ρυθµίσεις για το θάνατο του οφειλέτη. Η εφαρµογή των ρυθµίσεων αυτών και στις εν λόγω περιπτώσεις κρίνεται ότι δεν δηµιουργεί κάποια πολυπλοκότητα στις υποθέσεις ή ανασφάλεια δικαίου, αλλά αντιθέτως δίνει λύσεις σε προβλήµατα που παρουσιάζονται και σε υποθέσεις µε ήδη εκδοθείσες αποφάσεις.

Με την παράγραφο 12 ρυθµίζεται η δυνατότητα των διαδίκους εκκρεµών αιτήσεων να ζητήσουν το διορισµό εκτιµητή ως πραγµατογνώµονα από το δικαστήριο. Η ρύθµιση επιβάλλεται από το ότι σε υποθέσεις, των οποίων επίκειται η συζήτηση, είναι εκ των πραγµάτων αδύνατη η τήρηση της εξάµηνης προθεσµίας που τίθεται στην προστιθέµενη παράγραφος 2α του άρθρου 9 του ν. 3869/2010.
 
Η παράγραφος 13 επεκτείνει την υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυµάτων να παρέχουν στους πιστωτές κάθε χρήσιµη πληροφορία ακόµα και όταν έχουν ήδη εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις. Η ρύθµιση αυτή προτείνεται µε το σκεπτικό ότι δεν δηµιουργεί κάποια πολυπλοκότητα στις υποθέσεις ή ανασφάλεια δικαίου, αλλά αντιθέτως δίνει λύσεις σε προβλήµατα που παρουσιάζονται και σε υποθέσεις µε ήδη εκδοθείσες αποφάσεις. Στην περίπτωση αυτή όµως θα πρέπει επιπροσθέτως να µην έχει επέλθει απαλλαγή του οφειλέτη, αφού ούτως ή άλλως η τροποποιούµενη παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 3869/2010 µόνο µέχρι αυτό το χρονικό σηµείο εφαρµόζεται.

Η παράγραφος 14 επεκτείνει την προαιρετικότητα της δικαστικής απόφασης, που πιστοποιεί την απαλλαγή του οφειλέτη, και στις περιπτώσεις ρυθµίσεων που ολοκληρώθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η ρύθµιση αυτή επιβάλλεται για λόγους ισότητας.

Η ρύθµιση της παραγράφου 15 είναι παρόµοια µε τη ρύθµιση της παραγράφου 9. Όσα λοιπόν ειπώθηκαν προς αιτιολόγηση της παραγράφου 9 ισχύουν και προς αιτιολόγηση της παραγράφου 15.

Τέλος η παράγραφος 16, επίσης για λόγους ισότητας, επεκτείνει τη ρύθµιση του άρθρου 65 για τα δικαιώµατα των συνοφειλετών, σε όλες τις περιπτώσεις που δεν έχουν ολοκληρωθεί τα σχέδια διευθέτησης οφειλών. Κατά µείζονα λόγο ισχύει η ίδια ρύθµιση όταν δεν έχουν ολοκληρωθεί οι ρυθµίσεις του άρθρου 8 του ν. 3869/2010.

Σχετικά άρθρα

Επαναπροσδιορισμός Υποθέσεων ν. 3869/2010 (Νόμου Κατσέλη-Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά)

Στο Νόμο 4745/2020 που δημοσιεύτηκε στις 6-11-2020 (ΦΕΚ Α’ 214/06-11-2020), περιλαμβάνονται ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010 («Νόμος Κατσέλη»), προκειμένου αυτές να επαναπροσδιοριστούν σε συντομότερη δικάσιμο, με επιμέλεια του αιτούντος δανειολήπτη. Με τον ανωτέρω Νόμο και υπό τον μανδύα της συμμόρφωσης προς το άρθρο 6 παρ. […] Διαβάστε >>

Learn More