Τα κρυπτονομίσματα συνιστούν, ιδίως από το έτος 2015 και μετά, μια ταχέως διαδιδόμενη μορφή συναλλαγών. Μετά την εμφάνιση του πρώτου επιτυχημένου κρυπτονομίσματος, του ευρύτατα γνωστού Bitcoin, περί τις αρχές του έτους 2009 – καθώς προηγούμενες προσπάθειες συνάντησαν ανυπέρβλητα κωλύματα – ακολούθησε μια «έκρηξη» δημιουργίας νέων κρυπτονομισμάτων, κάποια εκ των οποίων κατόρθωσαν να εδραιωθούν στο χώρο αυτής της παγκόσμιας, ανταγωνιστικής και πλήρως ελεύθερης αγοράς, ενώ άλλα, κατέγραψαν μια σύντομη πορεία, πριν εξαφανιστούν.
Η τεχνολογία, ωστόσο, των κρυπτονομισμάτων, με τα πρωτοποριακά δεδομένα της, όπως η απουσία κεντρικής αρχής, η καθολική δυνατότητα χρήσης σε οποιονδήποτε χώρο και χρόνο, η αποστολή πολύ μικρών ή/και πολύ μεγάλων ποσών με πολύ μικρό κόστος, η χρήση της τεχνολογίας Blockchain (μιας «αλυσίδας» δεδομένων χρηστών, χωρίςδυνατότητα διαγραφής) και, φυσικά, η ανωνυμία των συναλλαγών χωρίς δυνατότητα ανίχνευσης, είναι και αυτή που καθιστά απολύτως απαραίτητη την άμεση θεσμοθέτηση ενός σαφούς νομικού πλαισίου για τη διασφάλιση των χρηστών. Μια θεσμοθέτηση που καθίσταται ακόμα επιτακτικότερη ενόψει της, κατά τα προσεχή έτη, εμφάνισης του ψηφιακού ευρώ στην καθημερινότητα των πληρωμών.
Το ψηφιακό ευρώ θα συνυπάρχει – κατά τις διαβεβαιώσεις της ΕΚΤ – με το φυσικό χρήμα, αποτελώντας ένα μέσο διευκόλυνσης πληρωμών, καθώς θα είναι εύκολα διαθέσιμο, με χαμηλό κόστος. Παράλληλα, διατηρείται η ανωνυμία των συναλλαγών – καίτοι χάνεται η έννοια της αποκέντρωσης, αφού θα ελέγχεται από την ΕΚΤ – με μεγάλο διακύβευμα να παραμένει η διασφάλιση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των καταναλωτών.
Παρά το γεγονός ότι το ψηφιακό ευρώ δεν ακολουθεί επακριβώς την τεχνολογία των κρυπτονομισμάτων, κανείς δε μπορεί να παραβλέψει την πορεία προς τη νέα ψηφιακή πραγματικότητα στις συναλλαγές. Μια πραγματικότητα που, δεδομένα, χρειάζεται να σχεδιαστεί λεπτομερώς, προκειμένου να καταστεί εύχρηστη, αλλά και να περιβληθεί με το αντίστοιχο νομικό πλέγμα – που έως σήμερα δεν έχει ενεργοποιηθεί – προκειμένου να καταστεί ασφαλής, με αμφότερες τις προϋποθέσεις απαραίτητες ώστε να εδραιωθεί με επιτυχία στην καθημερινότητα του μέσου καταναλωτή.
Ι. Το Κρυπτονόμισμα είναι μία peer-to-peer αποκεντρωμένη ηλεκτρονική μορφή χρήματος, η οποία βασίζεται πάνω στις αρχές της κρυπτογραφίας για την διασφάλιση του δικτύου και την επαλήθευση των συναλλαγών. Τα περισσότερα κρυπτονομίσματα κάνουν χρήση μιας Κατανεμημένης Βάσης Δεδομένων ως τον πυλώνα του συστήματος τους, το επονομαζόμενο Blockchain. Το bitcoin που παρουσιάστηκε το 2009, έγινε το πρώτο επιτυχημένο αποκεντρωμένο κρυπτονόμισμα. Λόγω της ανοικτής φύσης του λογισμικού του, επετράπη σε πολλούς προγραμματιστές να πειραματιστούν με τον κώδικά του και να τον τροποποιήσουν (forking). Έκτοτε δημιουργήθηκε μια πληθώρα νέων κρυπτονομισμάτων στα οποία έχουν γίνει προσπάθειες για να βελτιωθούν ή και να προστεθούν λειτουργίες όπως ταχύτερες συναλλαγές, μεγαλύτερη ανωνυμία κ.ά.
Το κυριότερο χαρακτηριστικό του κρυπτονομίσματος είναι ο αποκεντρωτικός χαρακτήρας του και μέσω αυτού η ανθεκτικότητά του σε κάθε μορφής προσπάθεια για έλεγχο και παρέμβαση.
Από την κυκλοφορία του bitcoin 2009 και μετέπειτα, έχουν δημιουργηθεί πάνω από 6.000 κρυπτονομίσματα και μάλιστα ορισμένα εξ αυτών βασίζονται στο ίδιο σύστημα που χρησιμοποιεί και το Bitcoin.
ΙΙ. Η τεχνολογία blockchain και η εισδοχή της στο σύστημα δικαίου
Η πρώτη γνωστή εφαρμογή της τεχνολογίας blockchain είναι η δημιουργία και ανάπτυξη των γνωστών κρυπτονομισμάτων, με πιο γνωστά το bitcoin και το etherum. Η μετάβαση, ωστόσο, της εφαρμογής μεταφοράς αξιών σε μεταφορά πληροφορίας και γνώσης είναι πλέον ζήτημα χρόνου. Εταιρίες που εργάζονται πάνω σε αυτήν την τεχνολογία ετοιμάζουν ποικίλες εφαρμογές και σε άλλα πεδία, πέραν των κρυπτονομισμάτων, ενώ ήδη λειτουργούν πλατφόρμες που αφορούν την ανόθευτη καταγραφή κειμένων, την πιστοποίηση εικαστικών έργων ή την επιστροφή μέρους της ζημίας που έχουν υποστεί οι δικαιούχοι πνευματικών/ συγγενικών δικαιωμάτων από παράνομες αναρτήσεις έργων. Αναμφίβολα η υπόσχεση και ταυτόχρονα πρόκληση της προοπτικής ελέγχου στον άναρχο χώρο του διαδικτύου, και μάλιστα ελέγχου αποκεντρωμένου και μη συνδεδεμένου με κανένα κέντρο εξουσίας, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη που μένει φυσικά να αποδειχθεί στο μέλλον.
Τα νομικά ζητήματα που θα αναδυθούν από τη χρήση της εν λόγω τεχνολογίας, που ήδη αποτελεί επικρατούσα τάση, είναι θέμα χρόνου να τεθούν χωρίς όμως να είναι ακόμη ώριμα για να ενεργοποιήσουν νομοθετικές ρυθμίσεις. Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί μια διάκριση που αφορά τη μελλοντική σχέση(;) δικαίου και blockchain και είναι αυτή μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού συστήματος blockchain. Γνωστό σε όλους παράδειγμα δημοσίου συστήματος blockchain (permissionless blockchain network) είναι η πλατφόρμα λειτουργίας του bitcoin, όπου ο καθένας έχει πρόσβαση και ικανότητα να δημιουργήσει συναλλαγές. Οι χρήστες μπορούν να μεταφέρουν αξίες χωρίς τη συναίνεση του διαχειριστή της πλατφόρμας. Η διαχείριση είναι πολύ δύσκολη και δύσκολα καθίσταται συμβατό με ένα νομικό πλαίσιο. Αντίθετα, το ιδιωτικό σύστημα blockchain (permission blockchain network) περιορίζει την πρόσβαση σε εκ των προτέρων συγκεκριμένα πρόσωπα. Τα πρόσωπα αυτά θα πρέπει να έχουν την έγκριση του διαχειριστή του συστήματος. Ένα τέτοιου τύπου σύστημα blockchain έρχεται βέβαια σε αντίθεση με την αποκεντρωμένη φύση του, ωστόσο, διατηρεί συγκεκριμένα πλεονεκτήματα αυτής της τεχνολογίας, όπως τη διαφάνεια και την ανθεκτικότητα στις επιθέσεις των χάκερς (unhackable). Επιπλέον, ένα ιδιωτικό σύστημα blockchain μπορεί ευκολότερα να συνυπάρξει με ένα νομικό πλαίσιο χωρίς να λειτουργεί ανταγωνιστικά με αυτό, στο μέτρο που η κρατική εξουσία θα είναι παρούσα σε ένα σύστημα διαμοιρασμένων αρχείων ως μεγάλος χρήστης (super user).
(Α. Παπαδοπούλου, Βlockchain: Η τεχνολογία που υπόσχεται «ψηφιακή ασφάλεια» – Πιθανές εφαρμογές και συνέπειες για το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας και ιδίως στο ζήτημα της ψηφιακής ανάλωσης –, σε: ΕπισκΕΔ 2/2018, σ. 211-237, Sakkoulas-Online.gr)
Η Προεδρία του Συμβουλίου και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατέληξαν σε προσωρινή συμφωνία σχετικά με την πρόταση για τις αγορές κρυπτοστοιχείων (MiCA), η οποία καλύπτει τους εκδότες μη εξασφαλισμένων κρυπτοστοιχείων, τα αποκαλούμενα «σταθερά κρυπτονομίσματα» καθώς και τους τόπους διαπραγμάτευσης και τα πορτοφόλια όπου τηρούνται τα κρυπτοστοιχεία. Το εν λόγω κανονιστικό πλαίσιο θα προστατεύει τους επενδυτές και θα διαφυλάσσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, επιτρέποντας παράλληλα την καινοτομία και ενισχύοντας την ελκυστικότητα του τομέα των κρυπτοστοιχείων. Αυτό θα καταστήσει το πεδίο στην Ευρωπαϊκή Ένωση πιο ξεκάθαρο, καθώς ορισμένα κράτη μέλη διαθέτουν ήδη εθνική νομοθεσία για τα κρυπτοστοιχεία, αλλά μέχρι στιγμής δεν υπήρχε ειδικό κανονιστικό πλαίσιο σε επίπεδο ΕΕ.
Ρύθμιση των κινδύνων που σχετίζονται με τα κρυπτοστοιχεία
Ο κανονισμός MiCA θα προστατεύει τους καταναλωτές από ορισμένους από τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις σε κρυπτοστοιχεία και θα τους βοηθά να αποφεύγουν δόλιες ενέργειες. Προς το παρόν οι καταναλωτές διαθέτουν πολύ περιορισμένα δικαιώματα προστασίας ή επανόρθωσης, ιδίως εάν οι συναλλαγές πραγματοποιούνται εκτός της ΕΕ. Με βάση τους νέους κανόνες, οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων θα υποχρεούνται να τηρούν αυξημένες απαιτήσεις για την προστασία των πορτοφολιών των καταναλωτών και θα ευθύνονται σε περίπτωση απώλειας των κρυπτοστοιχείων των επενδυτών. Ο κανονισμός MiCA θα καλύπτει επίσης κάθε είδους κατάχρηση της αγοράς που σχετίζεται με κάθε είδος συναλλαγής ή υπηρεσίας, ιδίως όσον αφορά τη χειραγώγηση της αγοράς και την κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών.
Οι παράγοντες της αγοράς κρυπτοστοιχείων θα πρέπει να δηλώνουν πληροφορίες σχετικά με το περιβαλλοντικό και κλιματικό τουςαποτύπωμα. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Kινητών Aξιών και Αγορών (ESMA) θα καταρτίσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με το περιεχόμενο, τις μεθοδολογίες και την παρουσίαση των πληροφοριών που αφορούν τις κύριες δυσμενείς περιβαλλοντικές και κλιματικές επιπτώσεις. Εντός δύο ετών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει έκθεση σχετικά με τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο των κρυπτοστοιχείων και τη θέσπιση υποχρεωτικών ελάχιστων προτύπων βιωσιμότητας για μηχανισμούς συναίνεσης, συμπεριλαμβανομένης της απόδειξης εργασίας (proof-of-work).
Για να αποφευχθούν τυχόν επικαλύψεις με την επικαιροποιημένη νομοθεσία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (AML), η οποία θα καλύπτει πλέον και τα κρυπτοστοιχεία, ο κανονισμός MiCA δεν επαναλαμβάνει τις διατάξεις για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως ορίζονται στους εσχάτως επικαιροποιημένους κανόνες για τη μεταφορά χρηματικών ποσών που συμφωνήθηκαν στις 29 Ιουνίου. Ωστόσο, στον κανονισμό MiCA τίθεται η απαίτηση η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) να επιφορτιστεί με την τήρηση δημόσιου μητρώου μη συμμορφούμενων παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων. Οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων των οποίων η μητρική εταιρεία είναι εγκατεστημένη σε χώρες που περιλαμβάνονται στον ενωσιακό κατάλογο τρίτων χωρών που θεωρούνται υψηλού κινδύνου όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, καθώς και στον ενωσιακό κατάλογο μη συνεργάσιμων περιοχών φορολογικής δικαιοδοσίας, θα υποχρεούνται να εφαρμόζουν ενισχυμένους ελέγχους σύμφωνα με το πλαίσιο της ΕΕ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Αυξημένες απαιτήσεις μπορούν επίσης να εφαρμόζονται στους μετόχους και στη διοίκηση των CASPs, ιδίως όσον αφορά τον εντοπισμό τους.
Ένα ισχυρό πλαίσιο που θα εφαρμόζεται στα λεγόμενα «σταθερά κρυπτονομίσματα» για την προστασία των καταναλωτών
Τα πρόσφατα γεγονότα στις αποκαλούμενες αγορές «σταθερών κρυπτονομισμάτων» κατέδειξαν εκ νέου τους κινδύνους που διατρέχουν οι κάτοχοι ελλείψει ρύθμισης καθώς και τις επιπτώσεις τους σε άλλα κρυπτοστοιχεία.
Πράγματι, ο κανονισμός MiCA θα προστατεύσει τους καταναλωτές ζητώντας από τους εκδότες σταθερών κρυπτονομισμάτων να δημιουργούν επαρκώς ρευστοποιήσιμο αποθεματικό, με αναλογία 1/1 και εν μέρει με τη μορφή καταθέσεων. Σε κάθε κάτοχο του αποκαλούμενου «σταθερού κρυπτονομίσματος» θα προσφέρεται από τον εκδότη απαίτηση ανά πάσα στιγμή και δωρεάν, ενώ οι κανόνες που διέπουν τη λειτουργία του αποθεματικού θα παρέχουν επίσης επαρκή ελάχιστη ρευστότητα. Επιπλέον, όλα τα αποκαλούμενα «σταθερά κρυπτονομίσματα» θα εποπτεύονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), με την παρουσία του εκδότη στην ΕΕ να αποτελεί προϋπόθεση για οποιαδήποτε έκδοση.
Η ανάπτυξη ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων (ART) με βάση μη ευρωπαϊκό νόμισμα, ως ευρέως χρησιμοποιούμενου μέσου πληρωμής, θα περιοριστεί στη διατήρηση της νομισματικής μας κυριαρχίας. Οι εκδότες ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να έχουν καταστατική έδρα στην ΕΕ, ώστε να διασφαλίζεται η κατάλληλη εποπτεία και παρακολούθηση των δημόσιων προσφορών ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων.
Το πλαίσιο αυτό θα παράσχει την αναμενόμενη ασφάλεια δικαίου και θα επιτρέψει την άνθηση της καινοτομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κανόνες σε επίπεδο ΕΕ για τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων και για τα διάφορα κρυπτοστοιχεία
Σύμφωνα με την προσωρινή συμφωνία που επιτεύχθηκε σήμερα, οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων (CASP)θα χρειάζονται άδεια για να δραστηριοποιούνται εντός της ΕΕ. Οι εθνικές αρχές θα υποχρεούνται να εκδίδουν άδειες εντός προθεσμίας τριών μηνών. Όσον αφορά τους μεγαλύτερους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, οι εθνικές αρχές θα διαβιβάζουν τακτικά σχετικές πληροφορίες στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA).
Τα μη ανταλλάξιμα ψηφιακά κέρματα (NFT), δηλαδή τα ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία που αντιπροσωπεύουν πραγματικά αντικείμενα όπως τέχνη, μουσική και βίντεο, θα εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής, εκτός εάν εμπίπτουν σε υφιστάμενες κατηγορίες κρυπτοστοιχείων. Εντός 18 μηνών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα επιφορτιστεί με την εκπόνηση συνολικής αξιολόγησης και, εάν κριθεί αναγκαίο, ειδικής, αναλογικής και οριζόντιας νομοθετικής πρότασης για τη δημιουργία καθεστώτος για τα μη ανταλλάξιμα ψηφιακά κέρματα και για την αντιμετώπιση των αναδυόμενων κινδύνων αυτής της νέας αγοράς.
Επόμενα βήματα
Η προσωρινή συμφωνία πρέπει πρώτα να εγκριθεί από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ώστε να ακολουθήσει η τυπική διαδικασία έκδοσης της πράξης.
Ιστορικό
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε την πρόταση MiCA στις 24 Σεπτεμβρίου 2020. Αποτελεί μέρος της ευρύτερης δέσμης μέτρων για τον ψηφιακό χρηματοοικονομικό τομέα, η οποία αποσκοπεί στη διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής προσέγγισης που προωθεί την τεχνολογική ανάπτυξη και διασφαλίζει τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και την προστασία των καταναλωτών. Εκτός από την πρόταση MiCA, η δέσμη περιλαμβάνει στρατηγική για τον ψηφιακό χρηματοοικονομικό τομέα, πράξη για την ψηφιακή επιχειρησιακή ανθεκτικότητα (DORA) —η οποία θα αφορά και τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων— και πρόταση σχετικά με πιλοτικό καθεστώς για την τεχνολογία κατανεμημένου καθολικού (DLT) για χρήσης χονδρικής.
Η δέσμη αυτή καλύπτει κενό στην υφιστάμενη νομοθεσία της ΕΕ, διασφαλίζοντας ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο δεν θέτει εμπόδια στη χρήση νέων ψηφιακών χρηματοοικονομικών μέσων και, ταυτόχρονα, διασφαλίζει ότι τέτοιου είδους νέες τεχνολογίες και προϊόντα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του χρηματοπιστωτικού κανονιστικού πλαισίου και των ρυθμίσεων διαχείρισης λειτουργικού κινδύνου των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ. Ως εκ τούτου, η δέσμη μέτρων αποσκοπεί στη στήριξη της καινοτομίας και της υιοθέτησης νέων χρηματοοικονομικών τεχνολογιών, παρέχοντας παράλληλα κατάλληλο επίπεδο προστασίας σε καταναλωτές και επενδυτές.
Το Συμβούλιο ενέκρινε τη διαπραγματευτική του εντολή για την πρόταση MiCA στις 24 Νοεμβρίου 2021. Οι τριμερείς διάλογοι μεταξύ των συννομοθετών ξεκίνησαν στις 31 Μαρτίου 2022 και ολοκληρώθηκαν με την προσωρινή συμφωνία που επιτεύχθηκε τον Ιούλιο 2022.