fbpx
Σκουφά 41, Κολωνάκι, 1ος όροφος, ΤΚ 10673
: 21.0724.7754 - : 69.4698.0382 - 21 1770 6607
Menu

Αγωγή διάρρηξης δικαιοπραξίας – Καταδολίευση Δανειστών

Δικηγορικό γραφείο Αθήνα

Η αγωγή για διάρρηξη της δικαιοπραξίας στρέφεται μόνον κατά του τρίτου (Δεληγιάννης – Κορνηλάκης : ΕιδΕνοχικό Δ ΙΙΙ, παρ. 410, σελ. 390, Γκαμέρας : άρθρο 939, σελ. 707, Απ. Γεωργιάδης : Γεν ΕνοχΔ, παρ. 67, αρ. 39), ο δε οφειλέτης που εκποίησε έχει δικαίωμα να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση στη σχετική δίκη (Π. Φίλιος : ΕιδΕνοχΔ, 2005, παρ. 217. Β.Ι.).

Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1, 118 και 216 παρ. 1 του ΚπολΔ, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 939 επ. του ΑΚ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή του δανειστή κατά του οφειλέτη για τη διάρρηξη της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, που έγινε προς βλάβη του, κατά τους όρους 940 επ. του ΑΚ, πρέπει εκτός των άλλων, να αναφέρει και την έχουσα καταστεί απαιτητή και ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής απαίτηση, που έχει ο ενάγων δανειστής κατά του οφειλέτη, προσδιορίζοντας, τόσο το ποσό αυτής, όσο και την αιτία από την οποία αυτή προήλθε.

Από την διάταξη του άρθρου 939 του ΑΚ, που ορίζει ότι «οι δανειστές έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν κατά τους όρους των επόμενων άρθρων τη διάρρηξη κάθε απαλλοτριώσεως που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους», σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 941, 942 και 943 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις της προστασίας των δανειστών είναι α) η ύπαρξη απαιτήσεως κατά του οφειλέτη γεννημένης κατά το χρόνο της απαλλοτριώσεως, β) η απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη, γ) η πρόθεση βλάβης των δανειστών, δ) η γνώση του τρίτου προς τον οποίο γίνεται η απαλλοτρίωση ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει με σκοπό τη βλάβη των δανειστών του και ε) αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συντρέχει όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή (Ολ ΑΠ 15/2012, ΑΠ 573/2014 ΤΝΠ NOMOS). Οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς και επομένως αν λείπει κάποια από αυτές, δεν είναι δυνατή η διάρρηξη της σχετικής δικαιοπραξίας.

Η απαίτηση πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης (επί ακινήτου κατά το χρόνο κατάρτιση της δικαιοπραξίας και όχι  της μεταγραφής της) και να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής (Ολ ΑΠ 709/1974 ΝοΒ 23.300, ΑΠ 1482/2004 ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΔυτΜακ 28/2016 ΤΝΠ NOMOS – βλ. και Παπαδημητρόπουλο σε Α. Γεωργιάδη «ΣΕΑΚ», Τόμος Ι, άρθρο 940, αριθμ. 2, σελ. 1919). Ως απαλλοτρίωση, κατά την έννοια της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 939 του ΑΚ, νοείται κάθε διάθεση ή εκποίηση δικαιωμάτων περιουσιακής φύσεως του οφειλέτη, αδιάφορα αν αυτή έγινε από επαχθή ή χαριστική αιτία. Η εκποίηση περιλαμβάνει ειδικότερα όχι μόνο τη μεταβίβαση αλλά και την αλλοίωση ή την κατάργηση του δικαιώματος, ενοχικού ή εμπράγματου, του οφειλέτη (π.χ. εκχώρηση απαιτήσεως, επιβάρυνση της κυριότητας με περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα, άφεση χρέους) (Β. Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος γ’, ημίτομος γ’, 2006, άρθρο 939, σελ. 1135, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1999, σελ. 719, αριθ. 16). Σκοπός βλάβης υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου η υπόλοιπη δεν θα επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών του, οι οποίοι έτσι θα υποστούν βλάβη από την απαλλοτρίωση. Βασική προϋπόθεση για τη γέννηση της αξίωσης του δανειστή προς διάρρηξη της γενόμενης από τον οφειλέτη προς τρίτο καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης περιουσιακού του στοιχείου αποτελεί η εξ αιτίας αυτής δημιουργούμενη για τον οφειλέτη αφερεγγυότητα, δηλαδή η ανεπάρκεια της υπολειπόμενης (εμφανούς) περιουσίας του προς ικανοποίηση του δανειστή, πρέπει, δε, η αφερεγγυότητα να υπάρχει (και) κατά τον χρόνο άσκησης της σχετικής αγωγής, οπότε κρίνεται το στοιχείο της βλάβης του δανειστή (ΑΠ 731/2017, ΑΠ 805/2013 ΤΝΠ NOMOS). Από αυτά έπεται, ότι στο δικόγραφο της αγωγής πρέπει να αναφέρονται αφενός μεν το ποσό της απαιτήσεως του δανειστή, αφετέρου δε η αξία του απαλλοτριωθέντος στοιχείου κατά το χρόνο της ασκήσεώς της (ΑΠ 1902/2013, ΑΠ1800/2008, ΑΠ 1112/2004 ΤΝΠ NOMOS). Επίσης, ως «υπόλοιπη περιουσία» του οφειλέτη θεωρείται η εμφανής περιουσία αυτού, της οποίας μπορούν να επιληφθούν οι δανειστές για την ικανοποίησή τους, όχι δε η αφανής, η οποία είναι ανύπαρκτη γι’ αυτούς. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε ματαίωση του με την διάρρηξη επιδιωκόμενου από το νόμο σκοπού της προστασίας των δανειστών (ΑΠ 1815/2012 ΤΝΠ NOMOS). Εμφανή περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται όσα είναι γενικώς γνωστά και μπορούν να επιχειρήσουν σ’ αυτά εκτέλεση οι δανειστές και επομένως εξομοιώνονται με ανύπαρκτα γι’ αυτούς περιουσιακά στοιχεία, αφού με διαφορετική εκδοχή τίθεται σε κίνδυνο ο επιδιωκόμενος με τη διάρρηξη σκοπός της προστασίας των δανειστών από καταδολιευτικές απαλλοτριώσεις (ΑΠ 928/2014, ΑΠ 941/2007, Εφ Πειρ 635/2015 ΤΝΠ NOMOS).

Για τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης, ο νόμος απαιτεί, μεταξύ άλλων, να έγινε αυτή «προς βλάβη» των δανειστών. Πρόθεση βλάβης των δανειστών θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην αρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών (ΑΠ 1297/2013, ΑΠ 1910/2009, ΑΠ 1798/2007 ΕλλΔνη 49. 177, ΑΠ 1482/2004 ΕλλΔνη 48. 1682), αφού στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της πράξης του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται. Η πρόθεση βλάβης των δανειστών εξακολουθεί να υφίσταται και όταν άλλος, εις ολόκληρον οφειλέτης, διαθέτει επαρκή περιουσία για την ικανοποίηση του δανειστή, καθόσον ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτρίωσης κρίνεται από στοιχεία που συντρέχουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του απαλλοτριούντος και δεν επηρεάζεται από την οικονομική κατάσταση των λοιπών συνοφειλετών, όπως άλλωστε συνάγεται και από τη διάταξη του άρθ. 486 ΑΚ (ΑΠ 1902/2013 ΕλλΔνη 55. 401). Για την ύπαρξη πρόθεσης βλάβης των δανειστών δεν απαιτείται άμεσος δόλος του οφειλέτη, αλλά αρκεί και ενδεχόμενος δόλος (Π. Καργάδος: ΕρμΑΚ, άρθ. 939, αριθ. 23, Π. Κορνηλάκης: ΕιδΕνοχΔ, Ι, έκδ. 2012, § 117, αριθ. 21, Ι. Σπυριδάκης: Η κατάσταση καταδολιεύσεως, ΕφΑΔ 2016. 999 επ., 1003. Αντίθετα Ευρ. Ρίζος: Οι προϋποθέσεις διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης, έκδ. 2012, σ. 183 επ.), ενώ δεν αρκεί άγνοια της βλάβης από αμέλεια, έστω και βαριά (Π. Φίλιος: ΕιδΕνοχΔ, έκδ. 2009, § 218.Β, Απ. Γεωργιάδης: ΕιδΕνοχΔ, Ι, έκδ. 2004, § 67, αριθ. 21). Ο δόλος αυτός (πρόθεση βλάβης) του οφειλέτη πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης (ΑΠ 1654/2008, ΕφΘεσ 2402/2017 αδημ. – Ελένη Ασημακοπούλου, Ευ. Μπανάκας: σε Α. Γεωργιάδη/Μ. Σταθόπουλου: ΑΚ, άρθ. 939, αριθ. 37, Π. Ζέπος: ΕιδΕνοχΔ, έκδ. 1965, σ. 786), ενώ μεταγενέστερη γνώση δεν βλάπτει (Π. Καργάδος: ο.π. άρθ. 939, αριθ. 25, Απ. Γεωργιάδης: ο.π., § 67, αριθ. 22, Π. Κορνηλάκης: ο.π., § 117, σημ. 57). Πρόβλημα γεννιέται στην περίπτωση που η περιουσία του οφειλέτη είναι επαρκής κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης, οπότε δεν συντρέχει περίπτωση πρόθεσης βλάβης των δανειστών, αλλά μεταγενέστερα, λόγω υποτίμησης της αξίας των περιουσιακών του στοιχείων (όπως σε περίοδο έντονης οικονομικής κρίσης), καθίσταται εκ των υστέρων ανεπαρκής. Με βάση την κρατούσα άποψη ότι ο δόλος του οφειλέτη πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης, ενώ μεταγενέστερη γνώση δεν βλάπτει, είναι προφανές ότι δεν παρέχεται δικαίωμα για διάρρηξη της δικαιοπραξίας, αφού κατά τον χρόνο κατάρτισής της δεν υφίστατο το στοιχείο της πρόθεσης βλάβης των δανειστών. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση, που η μεταγενέστερη ανεπάρκεια του οφειλέτη οφείλεται σε μεταγενέστερη αύξηση των χρεών του (ΠΠρΘες 6811/2017).

Επίσης, από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η με αυτές θεσπιζόμενη διάρρηξη των απαλλοτριώσεων, που έγιναν από τους οφειλέτες προς βλάβη των δανειστών τους, επέρχεται κατά τόσο μέρος μόνον, καθόσον ζημιώνεται αυτός που προσβάλλει την πράξη της απαλλοτριώσεως, δηλαδή κατά το μέρος της που απαιτείται για να καλυφθεί η απαίτησή του, η οποία δεν μπορεί να ικανοποιηθεί διαφορετικά (ΑΠ 846/2011 ΤΝΠ NOMOS). Ενόψει δε ότι η εξεύρεση αυτού του μέρους εξαρτάται από τη σχέση ποσού της απαίτησης που πρέπει να ικανοποιηθεί προς το ποσό της αξίας του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά την άσκηση της αγωγής, πρέπει, για το ορισμένο της αγωγής διάρρηξης κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, να αναφέρονται σε αυτήν τα εν λόγω ποσά (ΟλΑΠ 15/2012, ΑΠ 489/2014, ΑΠ 846/2011 ΤΝΠ NOMOS, ΑΠ 2200/2007 ΕλλΔνη 2008. 477, ΑΠ 1112/2004 ΕλλΔνη 46.74, ΧρΙΔ 2005. 114, ΑΠ 637/2001 ΕλλΔνη 2002.1410, ΕφΑθ 7838/2005 ΕλλΔνη 2007. 898, ΕφΑθ 9017/2000 ΕλλΔνη 2001. 1389, ΕφΘες 547/2000 ΔΕΕ 2001. 515, Κορνηλάκη, ΕιδΕνοχ Δικ εκδ 2002 σελ. 739). Περαιτέρω, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 941 ΑΚ, που ορίζει, ότι η απαλλοτρίωση υπόκειται σε διάρρηξη, αν ο τρίτος, υπέρ του οποίου έγινε, γνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, θα πρέπει ο τρίτος να γνωρίζει θετικά κατά την απαλλοτρίωση την καταδολιευτική πρόθεση του οφειλέτη και δεν αρκεί η υπαίτια άγνοιά του, έστω και οφειλόμενη σε βαριά αμέλειά του (ΑΠ 708/2017, ΑΠ 928/2014 ΤΝΠ NOMOS). Τεκμαίρεται όμως, ότι ο τρίτος το γνωρίζει, αν κατά την απαλλοτρίωση είναι σύζυγος του οφειλέτη ή συγγενής του σε ευθεία γραμμή ή συγγενής του σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο. Το τεκμήριο αυτό δεν ισχύει, αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση, ήτοι την επίδοση της αγωγής (βλ. Παπαδημητρόπουλο σε Α. Γεωργιάδη, «ΣΕΑΚ», Τόμος Ι, άρθρο 942, αριθμ. 2, σελ. 1922) και είναι μαχητό, μπορεί, δηλαδή, να ανατραπεί αν ο ως άνω συγγενής ισχυριστεί και αποδείξει ότι δεν γνώριζε ότι ο απαλλοτριώσας προέβη στην απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών  του (ΕφΠειρ 195/2016 ΤΝΠ NOMOS – βλ. και Γεωργιάδη – Σταθόπουλου : «Αστικός Κώδιξ κατ’ άρθρο Ερμηνεία» άρθρα 941-942, σελ. 863, αριθ. 4 και 5, Καυκά : Ενοχ. Δικ., έκδοση έβδομη, άρθρα 939-942 παρ. 4, σελ. 961). Ωστόσο, η απαιτούμενη για την διάρρηξη γνώση του τρίτου, δεν απαιτείται κατ’ άρθρο 942 του ΑΚ, σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία (ΑΠ 805/2013 ΤΝΠ NOMOS).

Ειδικώτερα, η γνώση από τον οφειλέτη των στοιχείων που συνθέτουν την πρόθεση βλάβης πρέπει να αποδειχθεί από το δανειστή. Η απόδειξη αυτή είναι ευκολότερη όταν ο οφειλέτης προκαλεί με την απαλλοτρίωση άμεση μείωση του ενεργητικού της περιουσίας του, λ.χ. εκποιώντας ακίνητο με ευτελές αντάλλαγμα, ή χαριστικώς, λόγω δωρεάς. Όταν όμως η απαλλοτρίωση οδηγεί μόνο σε έμμεση διακινδύνευση της ικανοποιήσεως του δανειστή, όπως όταν γίνεται έναντι ισάξιου τουλάχιστον ανταλλάγματος, τότε ο δανειστής πρέπει να προσκομίσει συγκεκριμένες αποδείξεις για την πρόθεση βλάβης του οφειλέτη, που δεν μπορεί πλέον κατά κανένα τρόπο να συναχθεί από την απαλλοτριωτική και μόνο πράξη του τελευταίου. Τέλος, ο δανειστής οφείλει πάντοτε να αποδείξει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στην απαλλοτρίωση, με την οποία πραγματοποιήθηκε η πρόθεση βλάβης του οφειλέτη, και στη ματαίωση της ικανοποιήσεώς του, από την επιγενομένη αφερεγγυότητα του οφειλέτη (βλ. Ζέπο ΙΙ, σ. 787, Φίλιο σ. 787-8). Απαλλοτρίωση του οφειλέτη που έγινε χωρίς να συντρέχει η γνώση των ανωτέρω στοιχείων δεν θεωρείται καταδολιευτική και δεν υπόκειται σε διάρρηξη, έστω κι αν η άγνοια οφείλεται σε βαριά αμέλεια του οφειλέτη (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Ερμ ΑΚ, εκδ. 1982, κάτω από το άρθρο 939, σ. 854, αριθ. 35-37).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ οι δανειστές έχουν αξίωση διαρρήξεως απαλλοτριώσεως του οφειλέτη μόνον εάν η υπολειπόμενη περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίησή τους. Η αφερεγγυότητα του οφειλέτη, που προκύπτει ή επιτείνεται από την προσβαλλόμενη απαλλοτρίωση, είναι (υποκειμενικό στοιχείο) του “δόλου” του ΑΚ 939. Είναι όμως και αυτόνομη ουσιαστική προϋπόθεση της γενέσεως της αξιώσεως διαρρήξεως. Η τελευταία αποκλείεται όταν η υπολειπόμενη περιουσία του οφειλέτη “αρκεί” για την ικανοποίηση των δανειστών. Η αξίωση διαρρήξεως, δικαίωμα με ισχυρή διαπλαστική δύναμη και ανατρεπτική ενέργεια πάνω σε έννομες σχέσεις, που έχουν έγκυρα εγκριθεί, υπάρχει μόνο για την προστασία του δανειστή από την κακόβουλη αφερεγγυότητα του οφειλέτη, και όχι από οποιαδήποτε ενέργειά του, που μπορεί να στρέφεται και κατά των δανειστών του (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Ερμ ΑΚ, εκδ. 1982, κάτω από το άρθρο 939, σ. 855, αριθ. 41-42).

Περαιτέρω, ορίζοντας το άρθ. 941 § 1 ΑΚ ότι η απαλλοτρίωση υπόκειται σε διάρρηξη, αν ο τρίτος, υπέρ του οποίου έγινε, γνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, απαιτεί ο τρίτος να γνωρίζει θετικά κατά την απαλλοτρίωση την καταδολιευτική πρόθεση του οφειλέτη και δεν αρκεί η υπαίτια άγνοιά του, έστω και οφειλόμενη σε βαριά αμέλειά του (ΑΠ 928/2014, ΑΠ 765/2014, Μπαλής: ΓενΑρχ, § 177, σ. 465). Εννοείται ότι αν κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης η περιουσία του απαλλοτριούντος ήταν επαρκής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο τρίτος γνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του. Το στοιχείο της γνώσης πρέπει να συντρέχει κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης. Μεταγενέστερη γνώση του τρίτου δεν βλάπτει (ΑΠ 1798/2007, ΑΠ 891/2008, ΑΠ 941/2007). (ΑΠ 278/2011).

Περαιτέρω, στις “επαχθείς” απαλλοτριώσεις του οφειλέτη, η γνώση του τρίτου είναι προϋπόθεση της διαρρήξεως του άρθρου 939 ΑΚ. Ο τρίτος πρέπει να μετέχει  σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, του δόλου του οφειλέτη, όταν λαμβάνει από αυτόν εξ επαχθούς αιτίας περιουσιακό του στοιχείο (conscientia fraudis). Ειδικότερα, ο τρίτος πρέπει να γνωρίζει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής αλλά και της υποκειμενικής υποστάσεως της ιδιότυπης αδικοπραξίας του οφειλέτη, δηλαδή την απαλλοτρίωση, την πρόθεση βλάβης των δανειστών και την πρόκληση τέτοιας βλάβης με τη δημιουργία αφερεγγυότητας του οφειλέτη (βλ. Και Ζέπο ΙΙ, σ. 789 σημ. 6). Σε κάθε περίπτωση απαιτείται η θετική γνώση του τρίτου. Άγνοια, έστω και από βαρεία αμέλεια, δεν αρκεί να ικανοποιήσει το νόμο (Ζέπος ΙΙ, σ. 789, Φίλιος, σ. 766 σημ. 63, Λιτζερόπουλος, παρ. 342Β). Η γνώση του τρίτου πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της απαλλοτριώσεως. Μεταγενέστερη γνώση του τρίτου δεν βλάπτει. : mala fides superveniens non nocet (πρβλ. ΑΚ 1044) (Ζέπος ΙΙ, σ. 789, Λιτζερόπουλος, 342 Β, Βάλληνδας υπό άρθρο 941 ΑΚ).

Ακόμα, ο νόμος θεσπίζει στο άρθρο 941 παρ. 2 ΑΚ μαχητό τεκμήριο υπέρ των δανειστών, ότι ο τρίτος μετέχει του δόλου του οφειλέτη όταν είναι σύζυγος του τελευταίου ή συγγενής κατ’ ευθεία γράμμη απεριορίστως, ή , εκ πλαγίου, εξ αίματος μέχρι και τρίτου βαθμού και εξ αγχιστείας μέχρι και δευτέρου. Περί του ότι το τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί από τον τρίτο δεν υπάρχει αμφιβολία στη θεωρία και νομολογία (βλ. λ.χ., Ζέπο ΙΙ, σ. 790, Φίλιο, σ. 767, ΠπρΑθ 2987/1974 ΕΕΝ 41, 484, ΠπρΗρ 209/1971 Αρμ. 25, 738).

Το τεκμήριο ισχύει μόνον εάν η έγερση της αγωγής διαρρήξεως που γίνεται κατά νόμο με την επίδοσή της, κατά ΚπολΔικ 221 παρ. 1γ, γίνει προτού  παρέλθει χρόνος από την απαλλοτρίωση. Η άσκηση της αγωγής κατ’ άρθρ. 215 ΚπολΔικ, ως εναρκτήρια πράξη της δίκης, επιφέρει δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες. Η επέλευση των δικονομικών συνεπειών εντοπίζεται στο χρονικό σημείο καταθέσεως του αγωγικού δικογράφου, εφόσον όμως ολοκληρώθηκε η άσκηση της διαδικαστικής πράξηεως με επίδοση προς τον εναγόμενο (ΑΠ 1761/1985, ΕΕΝ 1986. 649, ΕφΑθ 3470/1996, ΕλλΔνη 1998.1588, παγία νομολογία). Οι συνέπειες αντίθετα του ουσιαστικού δικαίου επέρχονται από τον χρόνο κατά τον οποίο ο εναγόμενος έλαβε γνώση της εναντίον αγωγής, δηλαδή από την έγκυρη επίδοση της. (ΑΠ 767/1988, ΕεργΔ 1988.1072,1073, Κεραμεύς, Κονδύλης, Νίκας, Ερμηνεία ΚπΠολΔ, Βιβλίο ΙΙ : Διαδικασία στα πρωτοβάθμια Δικαστήρια, σελ. 478-479). Ο μετά ένα χρόνο ενάγων δανειστής οφείλει να ισχυρισθεί και να αποδείξει κανονικά την γνώση  του (συγγενούς) τρίτου (βλ ΕφΘεσ 142/1973 ΑρχΝ 25, 236). Η προθεσμία του εδ. β’ της 941 παρ. 2 είναι,  δηλαδή, αποκλειστική. Επειδή στην πράξη η ανατροπή, από τους συγγενείς, του μαχητού τεκμηρίου είναι συνήθως δυσχερής, ο νόμος, κατά την εκτίμηση των συγκρουομένων συμφερόντων, δίνει προβάδισμα στους επιμελείς δανειστές, που αγρυπνούν για την προστασία των συμφερόντων τους.

Εξάλλου, από τη γραμματική διατύπωση της ΑΚ 1509, όπως ισχύει μετά το νόμο 1329/1983, σαφώς συνάγεται ότι η γονική παροχή δεν αποτελεί δικαιοπραξία εκ χαριστικής αιτίας (ΠρΑγρ 122/93 Αρμ 48.37, ΠρΜυτ 155/90 ΕλλΔνη 32.1383), παρά μόνο καθ’ ό μέρος αποτελεί δωρεά, ήτοι κατά το ποσό, κατά το οποίο η παρεχόμενη περιουσία υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, γεγονός το οποίο υποχρεούται να αποδείξει ο επικαλούμενος τούτο (Μπαλής, ΟικογΔ, παρ. 147/3). Επιπλέον, από τη γραμματική διατύπωση των ΑΚ 939, 941, 942 σαφώς συνάγεται ότι, για τη διάρρηξη, ως καταδολιευτικής, απαλλοτριώσεως εκ μη χαριστικής αιτίας, μεταξύ προσώπων μη συνδεομένων με κάποια από τις αναφερόμενες στην παρ. 2 εδάφ. α’ της ΑΚ 941 συγγενικής σχέσεως ή, υφισταμένης της συγγενικής αυτής σχέσεως, εφόσον η σχετική αγωγή ασκείται μετά την πάροδο έτους από της απαλλοτριώσεως, ο ενάγων πρέπει να ισχυρισθεί (ΚΠολΔ 216 παρ. 1) και, εφόσον αμφισβητείται, να αποδείξει (Κ ΠολΔ 338 παρ. 1, 341), πλην άλλων, ότι ο υπέρ ού η απαλλοτρίωση γνώριζε κατά τον χρόνο αυτής, ότι ο οφειλέτης απαλλοτριοί προς βλάβην του (ενάγοντος) (Καυκάς, ΕνοχΔ, 1982, άρθρα 939-942, σελ. 962, Μπανάκας, στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 939, αριθ. 63, άρθρα 941-942, αριθ. 3, 5). Η γνώση αυτή του υπέρ ού η απαλλοτρίωση τεκμαίρεται, αν αυτός συνδέεται με τον απαλλοτριώσαντα με κάποια από τις μνημονευόμενες στην ΑΚ 941 παρ. 2 εδάφ. α’ συγγενικές σχέσεις και η περί διαρρήξεως αγωγή έχει ασκηθεί προ της παρόδου έτους από της απαλλοτριώσεως. Το τεκμήριο όμως αυτό είναι μαχητό και, συνεπώς, επιτρέπεται ανταπόδειξη εκ μέρους του υπέρ ού η απαλλοτρίωση, περί του ότι αυτός δεν γνώριζε το παραπάνω περιστατικό. (Μπαλής, Γεν. Αρχ., παρ. 8/6, Καυκάς, ό.π., σελ. 961, Μπανάκας, ό.π., άρθρα 941-942, αρ. 4).

Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 939 και 943 ΑΚ προκύπτει ότι η με αυτές θεσπιζόμενη διάρρηξη των απαλλοτριώσεων που έγιναν από τους οφειλέτες προς βλάβη των δανειστών τους, επέρχεται μόνο σε όσο μέρος ζημιώνεται αυτός που προσβάλλει την πράξη της απαλλοτρίωσης, δηλαδή κατά το μέρος της που απαιτείται για να καλυφθεί η απαίτηση του, η οποία διαφορετικά δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Ενόψει δε ότι η εξεύρεση αυτού του μέρους εξαρτάται από τη σχέση του ποσού της απαίτησης που πρέπει να ικανοποιηθεί προς το ποσό της αξίας του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά την άσκηση της αγωγής, πρέπει, για το ορισμένο της αγωγής διάρρηξης κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, να αναφέρονται σε αυτήν τα εν λόγω ποσά (ΟλΑΠ 15/2012, ΑΠ 489/2014,ΑΠ 846/2011, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 2200/ 2007, ΕλλΔνη 2008.477, ΑΠ 1112/2004 ΕλλΔνη 46.74, ΧρΙΔ 2005.114, ΑΠ 637/2001 ΕλλΔνη 2002.1410, ΕφΑθ 7838/2005 ΕλλΔνη 2007.898, ΕφΑθ 9017/2000 ΕλλΔνη 2001.1389, ΕφΘεσ 547/2000 ΔΕΕ 2001.515, Κορνηλάκη, ΕιδΕνοχΔικ έκδ. 2002 σελ. 739), εάν δε προσβάλλονται με την αγωγή απαλλοτριώσεις περισσοτέρων περιουσιακών στοιχείων, τότε θα πρέπει να εκτίθεται στην αγωγή το ποσό της αξίας του καθενός εκ των απαλλοτριωθέντων περιουσιακών στοιχείων, ώστε να μπορεί να κριθεί εάν ορισμένη ή ορισμένες μόνο από αυτές πρέπει να διαρρηχθούν και σε ποιο μέρος (ΑΠ 637/2001 ό.π., ΕφΘεσ 2903/2005 Αρμ 2006.42, ΕφΘεσ 1589/1996 Αρμ 1996.1123), εκτός εάν το ύψος της απαίτησης που πρέπει να ικανοποιηθεί είναι μεγαλύτερο της συνολικής αξίας όλων των περιουσιακών στοιχείων, οπότε θα είναι αναγκαία η διάρρηξη όλων των απαλλοτριώσεων (ΑΠ 637/2001 ό.π.).