Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ
(άρθρο 62 παρ. 6 του Ν. 4549/2018 και 12α του Ν. 3869/2010 και 68 παρ. 11 των μεταβατικών διατάξεων)
Το άρθρο 66 Μετά το άρθρο 12 του ν. 3869/2010 προστίθεται άρθρο 12α ως εξής:
«Άρθρο 12α Θάνατος του οφειλέτη
1.Αν ο οφειλέτης αποβιώσει όσο η αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4 είναι εκκρεμής, η δίκη καταργείται. *εφαρμόζεται και σε υποθέσεις, επί των οποίων δημοσιεύθηκε απόφαση πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος.
Η παράγραφος 1 ρυθμίζει την περίπτωση που οφειλέτης αποβιώνει ενώ έχει ήδη καταθέσει αίτηση υπαγωγής στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, η οποία όμως δεν είχε εκδικασθεί προ του θανάτου του. Στην περίπτωση αυτή επέρχεται κατάργηση της ανοιγείσας στο πρόσωπο του θανόντος δίκης –υπογραμμίζεται ο προσωποπαγής χαρακτήρας της ρύθμισης του Ν. 3869/2010-, πλην όμως για τη συνέχιση της διαδικασίας από μεριάς των κληρονόμων του, πρέπει να ανατρέξουμε στις παραγράφους 3 και 4 του εν λόγω άρθρου.
- Αν ο οφειλέτης αποβιώσει πριν την απαλλαγή του κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 11, οι απαιτήσεις των πιστωτών επανέρχονται στο ύψος, στο οποίο θα βρίσκονταν αν δεν είχε υποβληθεί η αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4, μειωμένο κατά τα ποσά που καταβλήθηκαν από τον κληρονομούμενο. Η παύση ή ο περιορισμός της τοκογονίας κατά τα πρώτα δύο εδάφια Τεύχος Α’ 105/14.06.2018 ΕΦΗΜΕΡΙ∆Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ 8629 της παραγράφου 3 του άρθρου 6 δεν ανατρέπονται για το χρονικό διάστημα μέχρι το θάνατο του οφειλέτη. *εφαρμόζεται και σε υποθέσεις, επί των οποίων δημοσιεύθηκε απόφαση πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος.
Η παρούσα παράγραφος εξετάζει το ζήτημα θανάτου του οφειλέτη πριν την πιστοποίηση της απαλλαγής του κατά το άρθρο 11 παρ. 1, ήτοι μετά την αναθεώρησή του, πριν την χρονική ολοκλήρωση των καταβολών του άρθρου 8 παρ. 2 του Νόμου. Σημειώνεται ότι αφορά μόνο περιπτώσεις θανόντων αιτούντων, που δεν είχαν κύρια ή μοναδική κατοικία προς διάσωση, περιπτώσεις στις οποίες έχουν εφαρμογή οι παράγραφοι 3 και 4 του εν λόγω άρθρου. Στην περίπτωση λοιπόν αυτή λαμβάνουν χώρα τα κάτωθι:
- Η ανοιγείσα στο όνομα του θανόντος οφειλέτη Δίκης θεωρείται καταργημένη.
- Έχουμε αναλογική εφαρμογή του νέου άρθρου 6 παρ. 3, εξομοιώνοντας το θάνατο του οφειλέτη και τη συνακόλουθη κατάργηση Δίκης με την τελεισίδιση απόρριψη της αιτήσεως «Η παύση ή ο περιορισμός της τοκογονίας κατά τα πρώτα δύο εδάφια θεωρείται ότι ουδέποτε επήλθαν, αν η αίτηση απορριφθεί τελεσίδικα.»., με την προσθήκη, όμως, του τελευταίου εδαφίου του εν λόγω άρθρου επέρχεται περιορισμός στην ανωτέρω εξομοίωση.
- Η, κατά το άρθρο 6 παρ. 3 του νόμου, παύση της τοκοφοριάς για τα μη ενυπόθηκα δανειακά προϊόντα της κατάστασης πιστωτών και απαιτήσεων του θανόντος αιτούντος –«πάγωμα» τη τοκοφορίας για το διάστημα από την επίδοση της αίτησης του θανόντος αιτούντος μέχρι και το θάνατό του- και ο περιορισμός της τοκοφορίας –τοκισμός με επιτόκιο ενήμερης οφειλής και μη προσθήκη τόκων υπερημερίας για το διάστημα από την επίδοση της αίτησης του θανόντος μέχρι και το θάνατό του- για τα ενυπόθηκα δανειακά προϊόντα της κατάστασης πιστωτών και απαιτήσεων του θανόντος αιτούντος, αφορά αποκλειστικά το διάστημα από την επίδοση της αίτησης του θάνοντος αιτούντος μέχρι και την ημερομηνία θανάτου του.
- Αφαιρείται το συνολικό ποσό των καταβολών στις οποίες προέβη ο θανών αιτών.
- Αν το δικαστήριο είχε διατάξει την εξαίρεση της πρώτης κατοικίας του κληρονομουμένου από τη ρευστοποίηση, και ο κληρονόμος χρησιμοποιεί το ίδιο ακίνητο ως δική του κύρια κατοικία, μπορεί, εφόσον ασκήσει την αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4 και συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις παραδοχής της, να ζητήσει την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 9 χωρίς το χρονικό περιορισμό του πρώτου εδαφίου αυτής. Στην περίπτωση αυτή εξακολουθεί να ισχύει ο κανόνας της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών σε σχέση με την περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, ωστόσο για τον προσδιορισμό του σχεδίου διευθέτησης οφειλών, το ποσό, το οποίο θα λάμβαναν οι πιστωτές σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, μειώνεται κατά το αντίστοιχο ποσό που καταβλήθηκε από τον κληρονομούμενο. Η συνολική διάρκεια των σχεδίων διευθέτησης οφειλών του κληρονομουμένου και του κληρονόμου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τη διάρκεια που αναφέρεται στο δέκατο ένατο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9. *εφαρμόζεται και σε υποθέσεις, επί των οποίων δημοσιεύθηκε απόφαση πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος.
Από την εν λόγω παράγραφο (3) προκύπτει ότι εφόσον ο θανών κληρονομούμενος είχε καταθέσει αίτηση υπαγωγής, έχοντας αίτημα προστασίας κύριας/μοναδικής και εν δυνάμει κύριας κατοικίας και είχε πετύχει την έκδοση απόφασης, όσο ήταν εν ζωή, η οποία έκανε δεκτή την αίτηση υπαγωγής του ορίζοντας καταβολές στο πλαίσιο του άρθρου 8 για 36 μήνες και καταβολές στο πλαίσιο του άρθρου 9 παρ. 2 με διάσωση της κύριας κατοικίας του, τότε τα πρόσωπα που τον διαδέχονται με κληρονομική διαδοχή νομιμοποιούνται να αιτηθούν προστασία της υπό διάσωση κατοικίας με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζει η παράγραφος 3 του εν λόγω άρθρου.
Εν προκειμένω λοιπόν, μετά το θάνατο του αιτούντος κληρονομούμενου, τα πρόσωπα που τον διαδέχονται με κληρονομική διαδοχή νομιμοποιούνται να ασκήσουν δική τους διακριτή αίτηση του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010.
1) έκαστος κληρονόμος έχει τόσο τις τυπικές προϋποθέσεις διάσωσης της κύριας/μοναδικής κατοικίας του κληρονομούμενου, την οποία και κληρονόμησε, κατά το άρθρο 9 παρ. 2 του νόμου:
α) το συγκεκριμένο ακίνητο χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του,
β) το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό του εισόδημα δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, όπως αυτές προσδιορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 του παρόντος, προσαυξημένες κατά εβδομήντα τοις εκατό (70%),
γ) η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης δεν υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα χιλιάδες (180.000) ευρώ για τον άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένη κατά σαράντα χιλιάδες ευρώ (40.000) ευρώ για τον έγγαμο οφειλέτη και κατά είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ ανά τέκνο και μέχρι τρία (3) τέκνα και
δ) ο οφειλέτης είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης, βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, όπου αυτός εφαρμόζεται.
ε) Το σχέδιο διευθέτησης οφειλών θα προβλέπει ότι ο οφειλέτης θα καταβάλλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του και ότι καταβάλλει ποσό τέτοιο ώστε οι πιστωτές του δεν θα βρεθούν, χωρίς τη συναίνεσή τους, σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης.
Όσο και ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις αποδοχής της αίτησης του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010:
- είναι φυσικό πρόσωπο που στερείται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του Ν 3588/2007
- έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής, με τη μνεία ότι για την έννοια του δόλου λαμβάνεται υπόψιν ο περιορισμός που έθεσε το άρθρο 56 του Ν. 4549/2018 «Η αποδοχή υπερχρεωμένης κληρονομίας από τους νόμιμους μεριδούχους του αρχικού οφειλέτη, ακόμα κι αν γίνεται εν γνώσει της υπερχρέωσης, δεν συνιστά από μόνη της και χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστάσεων δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμής χρηματικών οφειλών» εφαρμόζεται και όταν η αποδοχή κληρονομίας έλαβε χώρα πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.»
- ο κληρονόμος ευρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής, ήτοι η σχέση ενεργητικού (εισόδημα από κάθε πηγή) και παθητικού (μηνιαία δόση αποπληρωμής προϊόντων + δαπάνες διαβίωσης ανά περίπτωση) είναι αρνητική και διαφαίνεται ότι θα παραμείνει αρνητική στο μέλλον.
Εφόσον γίνει δεκτή η αίτηση του κληρονόμου, τότε το Δικαστήριο θα ορίσει καταβολές μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 9 παρ. 2 του νόμου. Η εν λόγω ρύθμιση έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά:
- Μπορεί να υποβληθεί από τον κληρονόμο χωρίς τον χρονικό περιορισμό του άρθρου 9 παρ. 2 του νόμου, ήτοι ακόμα και μετά την 31η -12-2018.
- Το Δικαστήριο δε θα ορίσει καταβολές στο πλαίσιο του άρθρου 8 παρ. 2 του Νόμου και δε θα προβλέψει περίοδο χάριτος για την έναρξη των καταβολών.
- Θα ορίσει καταβολές μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 9 παρ. 2 του νόμου.
- Δεσμεύεται από την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του πιστωτή.
- Η συνολική διάρκεια των σχεδίων διευθέτησης οφειλών του κληρονομουμένου και του κληρονόμου δεν μπορεί να υπερβαίνει τη διάρκεια που αναφέρεται στο 19ο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9 (20 ετία, εκτός αν η διάρκεια των συμβάσεων ήταν μεγαλύτερη, οπότε μπορεί να επιμηκυνθεί μέχρι 35 έτη). Αν πχ η διάρκεια των συμβάσεων ήταν 20 έτη και ο κληρονομούμενος είχε αποβιώσει, έχοντας διανύσει τα 3 πρώτα έτη της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2, το Δικαστήριο του κληρονόμου θα ορίσει καταβολές διάρκειας 17 ετών, προκειμένου να μην ξεπεράσει σωρευτικά μεταξύ της διάρκειας ρύθμισης του άρθρου 9 του κληρονομούμενου και της διάρκειας ρύθμισης του άρθρου 9 του κληρονόμου, το ανώτατο όριο που έχει θέσει ο Νόμος.
- το ποσό, το οποίο θα λάμβαναν οι πιστωτές σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, μειώνεται κατά το αντίστοιχο ποσό που καταβλήθηκε από τον κληρονομούμενο. Συγκεκριμένα, στο συνολικό ποσό των καταβολών που θα ορίσει η εκδοθησόμενη απόφαση του Δικαστηρίου για τον κληρονόμο, στο πλαίσιο του άρθρου 9 παρ. 2, θα γίνει συνυπολογισμός των πραγματοποιηθεισών καταβολών του κληρονομούμενου.
- Η παράγραφος 3 εφαρμόζεται και όταν ο κληρονομούμενος απεβίωσε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, εφόσον οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9 συνέτρεχαν στο πρόσωπό του.». *εφαρμόζεται και σε υποθέσεις, επί των οποίων δημοσιεύθηκε απόφαση πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος.
Από την εν λόγω παράγραφο (4) προκύπτει ότι εφόσον ο θανών κληρονομούμενος είχε καταθέσει αίτηση υπαγωγής, έχοντας αίτημα προστασίας κύριας/μοναδικής και εν δυνάμει κύριας κατοικίας και αποβιώσει κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, ήτοι πριν τη συζήτηση της αίτησης και την έκδοση απόφασης, τότε τα πρόσωπα που τον διαδέχονται με κληρονομική διαδοχή νομιμοποιούνται να αιτηθούν προστασία της υπό διάσωση κατοικίας με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζει η παράγραφος 3 του εν λόγω άρθρου και μόνο εφόσον ο κληρονομούμενος πράγματι νομιμοποείτο να αιτηθεί τη διάσωση της εν λόγω κατοικίας, ήτοι πληρούνταν οι τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 9 παρ. 2 του νόμου.
Εν προκειμένω λοιπόν, μετά το θάνατο του αιτούντος κληρονομούμενου, τα πρόσωπα που τον διαδέχονται με κληρονομική διαδοχή νομιμοποιούνται να ασκήσουν δική τους διακριτή αίτηση του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010.
Δεδομένου και του προσωποπαγούς χαρακτήρα της ρύθμισης, κρίνεται επιβεβλημένη η κατάθεση διακριτών αιτήσεων υπαγωγής από το σύνολο των προσώπων που διαδέχτηκαν τον κληρονομούμενο.
Το παράδοξο στην εν λόγω παράγραφο είναι ότι ο κληρονόμος προκειμένου να πετύχει την έκδοση απόφασης υπαγωγής στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, καλείται να αποδείξει :
2) ότι ο θανών κληρονομούμενος είχε τις τυπικές προϋποθέσεις διάσωσης της κύριας/μοναδικής κατοικίας του, κατά το άρθρο 9 παρ. 2 του νόμου:
α) το συγκεκριμένο ακίνητο χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του,
β) το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό του εισόδημα δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, όπως αυτές προσδιορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 του παρόντος, προσαυξημένες κατά εβδομήντα τοις εκατό (70%),
γ) η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης δεν υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα χιλιάδες (180.000) ευρώ για τον άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένη κατά σαράντα χιλιάδες ευρώ (40.000) ευρώ για τον έγγαμο οφειλέτη και κατά είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ ανά τέκνο και μέχρι τρία (3) τέκνα και
δ) ο οφειλέτης είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης, βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, όπου αυτός εφαρμόζεται.
ε) Το σχέδιο διευθέτησης οφειλών θα προβλέπει ότι ο οφειλέτης θα καταβάλλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του και ότι καταβάλλει ποσό τέτοιο ώστε οι πιστωτές του δεν θα βρεθούν, χωρίς τη συναίνεσή τους, σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης.
3) ότι έκαστος κληρονόμος έχει τόσο τις τυπικές προϋποθέσεις διάσωσης της κύριας/μοναδικής κατοικίας του κληρονομούμενου, την οποία και κληρονόμησε, κατά το άρθρο 9 παρ. 2 του νόμου:
α) το συγκεκριμένο ακίνητο χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του,
β) το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό του εισόδημα δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, όπως αυτές προσδιορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 του παρόντος, προσαυξημένες κατά εβδομήντα τοις εκατό (70%),
γ) η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης δεν υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα χιλιάδες (180.000) ευρώ για τον άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένη κατά σαράντα χιλιάδες ευρώ (40.000) ευρώ για τον έγγαμο οφειλέτη και κατά είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ ανά τέκνο και μέχρι τρία (3) τέκνα και
δ) ο οφειλέτης είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης, βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, όπου αυτός εφαρμόζεται.
ε) Το σχέδιο διευθέτησης οφειλών θα προβλέπει ότι ο οφειλέτης θα καταβάλλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του και ότι καταβάλλει ποσό τέτοιο ώστε οι πιστωτές του δεν θα βρεθούν, χωρίς τη συναίνεσή τους, σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης.
Όσο και ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις αποδοχής της αίτησης του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010:
- είναι φυσικό πρόσωπο που στερείται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του Ν 3588/2007
- έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής, με τη μνεία ότι για την έννοια του δόλου λαμβάνεται υπόψιν ο περιορισμός που έθεσε το άρθρο 56 του Ν. 4549/2018 «Η αποδοχή υπερχρεωμένης κληρονομίας από τους νόμιμους μεριδούχους του αρχικού οφειλέτη, ακόμα κι αν γίνεται εν γνώσει της υπερχρέωσης, δεν συνιστά από μόνη της και χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστάσεων δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμής χρηματικών οφειλών» εφαρμόζεται και όταν η αποδοχή κληρονομίας έλαβε χώρα πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.»
- ο κληρονόμος ευρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής, ήτοι η σχέση ενεργητικού (εισόδημα από κάθε πηγή) και παθητικού (μηνιαία δόση αποπληρωμής προϊόντων + δαπάνες διαβίωσης ανά περίπτωση) είναι αρνητική και διαφαίνεται ότι θα παραμείνει αρνητική στο μέλλον.
Εν προκειμένω λοιπόν, το Δικαστήριο που θα δικάσει την αίτηση του κληρονόμου καλείται να κρίνει ουσιαστικά τόσο την αίτηση του κληρονόμου, όσο και την αίτηση του κληρονομούμενου. Η γνώμη του γράφοντος είναι ότι από τη γραμματική διατύπωση του εν λόγω άρθρου, το Δικαστήριο θα πρέπει να περιοριστεί στην εξέταση μόνο των τυπικών προϋποθέσεων διάσωσης της κατοικίας και όχι στην εξέταση των προϋποθέσεων υπαγωγής του κληρονομούμενου (έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας, έλλειψη δόλου, μόνιμη αδυναμία), αλλά μόνο του κληρονόμου.
Η αποσαφήνιση του προσωπαπαγούς χαρακτήρα της ρύθμισης του Ν. 3869/2010 και η προσθήκης ειδικού κεφαλαίου για την περίπτωση του θανάτου του οφειλέτη, με ειδική μνεία στο χρονικό σημείο θανάτου του, κρίθηκαν επιβεβλημένες από το νομοθέτη και δικαιολογούνται απόλυτα στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4549/2018, η οποία επί λέξει αναφέρει:
«Με την προτεινόµενη διάταξη αντιµετωπίζεται η περίπτωση, που ο οφειλέτης αποβιώνει είτε κατά τη διάρκεια της δίκης είτε µετά την έκδοση οριστικής απόφασης, αλλά πριν την απαλλαγή του. Σε αυτήν την περίπτωση, επειδή η απόφαση ρυθµίζει τις οφειλές µε βάση συνθήκες που συντρέχουν στο πρόσωπο του οφειλέτη, η δίκη δεν µπορεί να συνεχιστεί από τους κληρονόµους ούτε η απόφαση µπορεί να ισχύσει αυτοµάτως υπέρ των κληρονόµων. Από την άλλη πλευρά, η αναβίωση των οφειλών του κληρονοµουµένου οδηγεί σε ανεπιεικείς λύσεις για τους κληρονόµους που χρησιµοποιούν την κληρονοµιαία κύρια κατοικία ως δική τους κύρια κατοικία, καθώς αυτοί δεν θα µπορούν µετά την 31.12.2018 να ζητήσουν την προστασία της, έστω κι αν ο κληρονοµούµενος είχε ασκήσει αίτηση πριν την ηµεροµηνία αυτή και πληρούσε τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για την προστασία της. Ακόµα κι αν ο οφειλέτης αποβιώσει και ο κληρονόµος ασκήσει δική του αίτηση πριν την ηµεροµηνία αυτή, ο κληρονόµος θα υποχρεωθεί να καταβάλει εκ νέου το σύνολο της αξίας ρευστοποίησης της κατοικίας, χωρίς να λαµβάνονται υπόψη οι καταβολές του κληρονοµουµένου, εκτός φυσικά και αν το άθροισµα των καταβολών του κληρονοµουµένου και της αξίας ρευστοποίησης υπερβαίνει το συνολικό ύψος των οφειλών.
Αυτά τα προβλήµατα προσπαθεί να αντιµετωπίσει η προτεινόµενη ρύθµιση, η οποία προσθέτει άρθρο 12α στο ν. 3869/2010.
Με την παράγραφο 1 του άρθρου 12α επιβεβαιώνεται ο προσωποπαγής χαρακτήρας της δίκης, µε την πρόβλεψη κατάργησής της σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη. Η παράγραφος 2 ρυθµίζει το ύψος των οφειλών, που βαρύνουν τον κληρονόµο, αν ο οφειλέτης αποβιώσει είτε κατά τη διάρκεια της εκκρεµοδικίας είτε µετά την έκδοση οριστικής απόφασης, αλλά πριν την απαλλαγή του κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 11. Οι απαιτήσεις των πιστωτών επανέρχονται στο ύψος που θα βρίσκονταν, αν δεν είχε υποβληθεί η αίτηση, µειωµένο κατά τις καταβολές του κληρονοµουµένου.
Διατηρείται όµως η παύση ή ο περιορισµός της τοκογονίας κατά το χρονικό διάστηµα µέχρι το θάνατο του οφειλέτη, καθώς για το χρονικό αυτό διάστηµα δεν µπορεί να γίνει λόγος για υπερηµερία του, ούτε άλλωστε είναι εύλογο να διαταραχθεί µε αναδροµική ενέργεια η ισορροπία µεταξύ των πιστωτών, των οποίων οι απαιτήσεις επιβαρύνονται µε διαφορετικά επιτόκια, µόνο και µόνο λόγω του θανάτου του οφειλέτη.
Με την παράγραφο 3 αντιµετωπίζεται η περίπτωση που ο οφειλέτης είχε προστατεύσει δικαστικά την κύρια κατοικία του από τη ρευστοποίηση πλην όµως αποβίωσε πριν την ολοκλήρωση του σχεδίου διευθέτησης οφειλών.
Σε αυτήν την περίπτωση δίνεται η δυνατότητα στον κληρονόµο, που πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο ν. 3869/2010, χρησιµοποιεί την κύρια κατοικία του κληρονοµουµένου ως δική του κύρια κατοικία και συντρέχουν στο πρόσωπό του οι λοιπές προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 να ζητήσει από το δικαστήριο να του επιτρέψει τη συνέχιση του σχεδίου διευθέτησης, προσαρµοσµένου φυσικά στη δική του ικανότητα αποπληρωµής. Η αρχή της µη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών δεν θίγεται ούτε επιτρέπεται η συνολική διάρκεια των σχεδίων διευθέτησης του κληρονοµουµένου και του κληρονόµου να υπερβαίνουν τη µέγιστη επιτρεπόµενη διάρκεια (20 έτη και κατ’ εξαίρεση 35 έτη επί συµβάσεων µεγαλύτερης διάρκειας).
Ωστόσο ο κληρονόµος θα µπορεί να ζητήσει προστασία της κύριας κατοικίας και µετά την 31.12.2018, η δε αξία ρευστοποίησης, την οποία θα καταβάλει για την προστασία της κύριας κατοικίας, θα µειωθεί κατά τα ποσά που κατέβαλε ο κληρονοµούµενος.
Τέλος η παράγραφος 4 ρυθµίζει την περίπτωση που ο κληρονόµος χρησιµοποιεί ως κύρια κατοικία την κύρια κατοικία του κληρονοµουµένου, ο τελευταίος όµως αποβίωσε µετά την άσκηση αίτησης αλλά πριν την έκδοση απόφασης που προστατεύει την κύρια κατοικία του. Στην περίπτωση αυτή ο κληρονόµος δεν χάνει την προστασία της κληρονοµιαίας κύριας κατοικίας στο πρόσωπό του µε τους όρους της παραγράφου 3, θα πρέπει όµως το δικαστήριο να κρίνει επιπλέον ότι οι προϋποθέσεις προστασίας της κύριας κατοικίας συνέτρεχαν και στο πρόσωπο του κληρονοµουµένου, δηλαδή ότι το αίτηµα του κληρονοµουµένου για προστασία της θα γινόταν δεκτό, αν η δίκη δεν καταργούταν.».
Το παρόν άρθρο λοιπόν έχει εφαρμογή και σε αποφάσεις που έχουν δημοσιευθεί πριν της 14η-06-2018. Αυτονοήτως και σε αιτήσεις που είναι εκκρεμείς, ήτοι μέχρι την 14η -06-2018 έχουν κατατεθεί, δεν έχουν συζητηθεί, δεν έχει επέλθει συμβιβασμός ούτε παραίτηση από αυτές και προφανώς σε αιτήσεις που κατατίθενται μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4549/2018, ήτοι μετά την 14η -06-2018.
Το ζήτημα του θανάτου του αιτούντος οφειλέτη ενόψει και του προσωποπαγούς χαρακτήρα της ρύθμισης του Νόμου και ιδιαίτερα ο χρόνος θανάτου του-μεσούσης της εκκρεμοδικίας, προ της ολοκλήρωσης της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και 5 του Ν. 3869/2010, μετά την ολοκλήρωση της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και 5 του Ν. 3869/2010- αποτέλεσε ένα πρόβλημα που απασχόλησε έντονα το σύνολο των εμπλεκομένων με τη διαδικασία του Νόμου για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, φορέων.
Η παρούσα διάταξη τελεί σε άμεση σύνδεση με την αναθεώρηση του άρθρου 11 του Ν. 3869/2010, που καθιέρωσε την αυτοδίκαιη απαλλαγή του οφειλέτη και τον προαιρετικό χαρακτήρα της αίτησης απαλλαγής, με συνέπεια η έννοια της «απαλλαγής» να ταυτίζεται, πλέον, με τη χρονική και επιτυχή ολοκλήρωση του άρθρου 8 του νόμου.
- Σε υποθέσεις, στις οποίες η προσδιορισθείσα ημερομηνία συζήτησης της αίτησης απέχει λιγότερο από επτά (7) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν το διορισμό πραγματογνώμονα για την εκτίμηση της εμπορικής αξίας της κύριας κατοικίας με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται μέσα σε δύο (2) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Σε υποθέσεις, στις οποίες η προσδιορισθείσα ημερομηνία συζήτησης απέχει λιγότερο από δύο (2) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος, το αίτημα διορισμού πραγματογνώμονα μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις.