Ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός στο ελληνικό δίκαιο διέπεται από τις διατάξεις του Ν.5638/1932, όπως τροποποιηθείς και συμπληρωθείς ισχύει.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του άνω νόμου, χρηματική κατάθεση σε Τράπεζα σε ανοικτό λογαριασμό στο όνομα δύο ή περισσοτέρων από κοινού (Compte joint, joint account) είναι η κατάθεση που περιέχει τον όρο ότι δύναται να κάνει χρήση του λογαριασμού αυτού εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας δικαιούχος είτε κάποιοι από αυτούς.
Στην πράξη, ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός διακρίνεται σε κοινό διαζευκτικό, που απαντάται σχεδόν αποκλειστικά και σε κοινό συμπλεκτικό, που ονομάζεται και αδιαίρετος ή ενωμένος (άρθρο 111 Ν.Δ 118/1973). Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι στον κοινό διαζευκτικό λογαριασμό κάθε δικαιούχος μπορεί να κινεί το λογαριασμό χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών συνδικαιούχων, ενώ στον αδιαίρετο κοινό λογαριασμό απαιτείται η σύμπραξη όλων των δικαιούχων για κάθε κίνηση, συνιστάμενης με αυτό τον τρόπο κοινωνίας δικαιώματος , ήτοι γεννάται ενεργητική αδιαίρετη ενοχή κατ’ άρθρο 495 ΑΚ.
Από το συνδυασμό των άρθρων 1 και 2 Ν.5638/1932 και 2 παρ.1 Ν.Δ 17-07/13.08.1923, καθώς και 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ προκύπτει ότι ανεξάρτητα αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε έναν ή μερικούς ή σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση, παράγεται μεταξύ καταθέτη και τρίτου αφενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου (της Τράπεζας) αφετέρου ενεργητική ενοχή εις ολόκληρον, ώστε η ανάληψη της χρηματικής κατάθεσης να γίνεται από οποιοδήποτε καταθέτη, χωρίς καμία σύμπραξη άλλου συνδικαιούχου.
Επομένως, στην περίπτωση που ένας συνδικαιούχος αναλάβει ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης από το λογαριασμό, τότε επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρον έναντι του δέκτη της κατάθεσης (Τράπεζα) και ως προς τους λοιπούς συνδικαιούχους. Δηλαδή η Τράπεζα υποχρεούται να αποδώσει την κατάθεση μόνο μία φορά. Πλην όμως, ο μη αναλαβών το ποσό συνδικαιούχος του λογαριασμού δύναται να αποκτήσει απαίτηση έναντι του δικαιούχου που ανέλαβε την κατάθεση για την καταβολή σε αυτόν του αναλογούντος ποσού βάσει της μεταξύ τους εσωτερικής σχέσης, που μπορεί να είναι π.χ η εντολή, η δωρεά κλπ. Η εσωτερική σχέση που συνδέει τους συνδικαιούχους είναι αντικείμενο απόδειξης και θα κριθεί από το Δικαστήριο.
Στο άρθρο 2 Ν.5638/1932 ορίζεται ότι μπορεί στην κατάθεση να τεθεί επιπρόσθετα ο όρος ότι, εάν αποβιώσει ο ένας εκ των συνδικαιούχων, η κατάθεση θα περιέρχεται στους λοιπούς συνδικαιούχους, χωρίς καμία περαιτέρω διαδικαστική πράξη και προϋπόθεση. Στην πράξη, ο όρος αυτός περιλαμβάνεται στη συντριπτική πλειοψηφία των ανοιγόμενων κοινών λογαριασμών, αφού εξυπηρετεί τον κύριο σκοπό του λογαριασμού αυτού.
Με τον ανωτέρω όρο, παρακάμπτονται οι κανόνες της κληρονομικής διαδοχής, αφού στην παρ. 2 του άρθρου αυτού προβλέπεται ότι στην περίπτωση αυτή η κατάθεση περιέρχεται στους επιβιώσαντες συνδικαιούχους ελεύθερη κάθε φόρου κληρονομίας ή τέλους, χωρίς η απαλλαγή αυτή βέβαια να επεκτείνεται και επί των κληρονόμων του τελευταίου απομείναντος δικαιούχου. Μάλιστα, η εισηγητική έκθεση του νόμου ανέφερε ότι σκοπός της ρύθμισης αυτής ήταν η συγκράτηση και προσέλκυση στη χώρα κεφαλαίων του εξωτερικού.
Εξαίρεση από την ανωτέρω ρύθμιση εισάγει ο ΕισΝΑΚ με το άρθρο 117, όπου προβλέπεται ότι «σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό του νόμου 5638 της 31 Αυγούστου / 7 Σεπτεμβρίου 1932 περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν η κατάθεση, αν με αυτή πραγματοποιήθηκε δωρεά, κρίνεται ως προς το δίκαιο της νόμιμης μοίρας ως δωρεά, εφόσον πρόκειται για κληρονομία καταθέτη που πέθανε μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα». Επομένως στην περίπτωση αυτή οι νόμιμοι μεριδούχοι θα μπορούν να προστατευθούν με τις διατάξεις για τη μέμψη της άστοργης δωρεάς κατ’ άρθρα 1825 επ. ΑΚ. Και πάλι όμως είναι αντικείμενο απόδειξης για το εάν με την κατάθεση αυτή πραγματοποιήθηκε δωρεά ή όχι.
Έχει κριθεί δε, κατά πάγια νομολογία, ότι «…Καθόσον αφορά το νομικό καθεστώς που διέπει το τραπεζικό απόρρητο των καταθέσεων μετά την ισχύ του άρθρου 24 του Ν. 2915/2001, με το οποίο ορίζεται ότι το απόρρητο των κάθε μορφής καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και των αύλων μετοχών που καταχωρίζονται στο …… του …… δεν ισχύει έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του δικαιούχου της κατάθεσης ή της μετοχής. Το απόρρητο αίρεται μόνο για το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή. Κατά συνέπεια δεν αποκλείεται η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων, συμπέρασμα στο οποίο είχε ήδη καταλήξει και η νομολογία πριν την ως άνω νομοθετική ρύθμιση, υπό το καθεστώς του Ν.Δ. 1059/1971 ,(βλ. Ολ. Α.Π. 19/2001 ΔΕΕ 2001 σελ. 190, Α.Π.785/1999 ΔΕΕ 1999 σελ. 888, Α.Π. 358/2004 ΔΕΕ 2004 σελ. 1163, κατά μεταστροφή της μέχρι τότε νομολογίας, (βλ. Ολ.Α.Π 1224/1975 ΝοΒ 24 σελ. 188, Ολ.ΑΠ 1225/1975 Νοβ 24 σελ.189, Ολ.Α.Π. 3/1993 Ε.Εμπ.Δ. 1994 σελ.204 ), κατά την οποία η παροχή πληροφοριών από τράπεζα περί του ύψους υπολοίπου καταθέσεων πελάτου της, σε δανειστή εμπίπτει στις περί προστασίας του τραπεζικού απορρήτου διατάξεις, έστω και αν λαμβάνει τη μορφή αρνητικής δήλωσης του άρθρου 985 Κ.Πολ.Δ., σε περίπτωση επιβολής κατασχέσεως στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης και εκ του λόγου αυτού ήταν άκυρη η κατάσχεση τραπεζικής κατάθεσης, έστω και σε κοινό λογαριασμό. Περαιτέρω, με το άρθρο 4 του Ν. 5638/1932, Περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν, ορίζεται ότι, Κατάσχεσις της καταθέσεως επιτρέπεται, έναντι όμως των κατασχόντων αυτή τεκμαίρεται αμαχητώς, ότι ανήκει εις πάντας τους δικαιούχους. Η διάταξη αυτή διατήρησε την ισχύ της και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (αρθρ. 117 Εισ.Ν.Α.Κ.) Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνη του άρθρου 1 του ίδιου νόμου, προκύπτει ότι με την κατάθεση των χρημάτων στο όνομα περισσοτέρων δικαιούχων, δημιουργείται ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή κατά την έννοια του άρθρου 489 Α.Κ., δηλαδή καθένας από τους δικαιούχους έχει δικαίωμα να αναλάβει ολόκληρο το ποσό της κατασχέσεως χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών και η τράπεζα έχει υποχρέωση να καταβάλει το ποσό αυτό σε πρώτη ζήτηση. Ομως σε περίπτωση κατασχέσεως καταθέσεως κοινού λογαριασμού εκ μέρους του δανειστού ενός από τους δικαιούχους, όπως εν προκειμένω, ο δανειστής αυτός δεν δικαιούται να κατάσχει το σύνολο της κατασχέσεως, αφού κατά αμάχητο τεκμήριο, αυτή ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ` ίσα μέρη, αλλά μόνο το μέρος της καταθέσεως που αναλογεί στον οφειλέτη του καταθέτη. Ετσι η κατάθεση κατά το υπόλοιπο μέρος που αναλογεί στους λοιπούς δικαιούχους παραμένει απρόσβλητη από το δανειστή αυτόν, καθιερώνεται δηλαδή με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 4 ειδική περίπτωση ακατασχέτου ως προς αυτόν, (Α.Π. 785/1999 ο.π. και ΕΕμπΔ 1999 σελ. 477)..».