Menu

Ηλεκτρονική Απάτη με κρυπτονομίσματα και ψηφιακά πορτοφόλια – Η ποινική διάσταση

Το τελευταίο χρονικό διάστημα αυξάνονται με γεωμετρικό τρόπο οι διαδικτυακές απάτες που σχετίζονται ή έχουν ως αφορμή τα κρυπτονομίσματα και κυρίως το bitcoin και τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες trading. Ανυποψίαστοι πολίτες δέχονται τηλεφωνήματα από αγνώστους οι οποίοι τους αναφέρουν ότι έχει προκύψει σημαντικό κέρδος από δήθεν επενδεδυμένο ή μη κεφάλαιο τους σε κάποια διαδικτυακή πλατφόρμα και εν συνεχεία απαιτούν την καταβολή χρηματικού ποσού που αντιστοιχεί στο 20% του δήθεν κεφαλαίου, προκειμένου να εισπραχθεί το εν θέματα χρηματικό ποσό ή να νομιμοποιηθεί. Οι επιτήδειοι χρησιμοποιούν πάντα μέσα συνομιλιών με κρυπτογράφηση και συνήθως πλαστά έγγραφα από εταιρείες με γνωστό όνομα, αλλά χωρίς νομική υπόσταση όπως το blockchain, το οποίο ειρήσθω εν παρωδώ δεν αποτελεί εταιρεία, αλλά λογισμικό. Η εν λόγω απάτη, συνοδευόμενη και από πλαστές επιστολές από γνωστές στο κοινό τραπεζικές και ασφαλιστικές εταιρείες, δυστυχώς έχει ήδη αρκετά θύματα, τα οποία πέρα από την απώλεια χρηματικών ποσών, κινδυνεύουν και με σοβαρές ποινικές ευθύνες, δεδομένης της διακίνησης χρημάτων τρίτων μέσω των τραπεζικών τους λογαριασμών. Η ελληνική Δικαιοσύνη έχει ήδη ξεκινήσει να έρχεται αντιμέτωπη με το εν λόγω θέμα και οι πρώτες αποφάσεις έχουν ήδη εκδοθεί. Γενικά σε αυτές τις περιπτώσεις συνίσταται τόσο η ενημέρωση της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, όσο και η κατάθεση έγκλησης κατ’ αγνώστων, συνοδευόμενος από το σύνολο του διαθέσιμου αποδεικτικού υλικού -email και μηνύματα- προκειμένου να εκκινήσει μία διαδικασία ελέγχου και διερεύνησης από τις αρμόδιες Αρχές.

Εξαιρετική ανάλυση της ποινικής υπόστασης των ανωτέρω εγκλημάτων διαλαμβάνεται στο

ΒΟΥΛΕΥΜΑ 828/2022 (Ποιν. Δικαιοσύνη, σελ. 1228), στο οποίο αναλύονται σημαντικές νομικές πτυχές του ζητήματος και δη

ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΤΗ ΜΕ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΚΑΤΑ ΣΥΝΑΥΤΟΥΡΓΙΑ – ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ

ΧΡΗΜΑ ΚΑΙ ΚΡΥΠΤΟΝΟΜΙΣΜΑΤΑ – ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΠΟΣΟΥ ΑΠΟ ΤΟ

ΨΗΦΙΑΚΟ ΠΟΡΤΟΦΟΛΙ ΤΟΥ ΠΑΘΟΝΤΟΣ ΣΕ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ –

ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ – ΠΟΤΕ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΟΤΙ ΕΧΕΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΙ

ΑΠΑΤΗ ΜΕ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ -ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ –

Συγκεκριμένα αναφέρεται:

Η απάτη με υπολογιστή αποτελεί ένα πολύτροπο ή υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα (ΑΠ 1087/2019) το οποίο τελείται: α) είτε με τη μη ορθή διαμόρφωση του προγράμματος, β) είτε με τη χρήση χωρίς δικαίωμα παρέμβαση στη λειτουργία προγράμματος ή συστήματος υπολογιστή, γ) είτε με τη χρησιμοποίηση μη ορθών ή ελλιπών δεδομένων υπολογιστή, ιδίως δεδομένων αναγνώρισης της ταυτότητας, δ) είτε με τη χωρίς δικαίωμα εισαγωγή, αλλοίωση, διαγραφή ή εξάλειψη δεδομένων υπολογιστή και ε) είτε με τη χωρίς δικαίωμα αξιοποίηση λογισμικού προορισμένου για τη μετακίνηση χρημάτων, επιτρεπόμενης της υπαγωγής και των περιπτώσεων επηρεασμού ακόμη και με μη σύννομη χρήση ορθών στοιχείων (δηλαδή κανονική αλλά χωρίς δικαίωμα εκτέλεσης προγράμματος) (ΑΠ 1087/2019).

Άμεσο αποτέλεσμα της ως άνω εγκληματικής συμπεριφοράς του δράστη αποτελεί ο «επηρεασμός» των στοιχείων του υπολογιστή (κατ’ αντιστοιχία προς την «πλάνη» της κοινής απάτης) η έναρξη του οποίου συνιστά αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος και ο οποίος με τη σειρά του πρέπει να οδηγήσει άμεσα στη βλάβη ξένης περιουσίας, προς όφελος του δράστη ή τρίτου (ΑΠ 1087/2019). Βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις ενέργειες του δράστη, υπάρχει και σε περίπτωση μείωσης ή χειροτέρευσης της περιουσίας του παθόντα, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της (βλ. για το αδίκημα της απάτης ΟλΑΠ 1/2020, ΑΠ 13/2020, ΑΠ 1354/2011, ΑΠ 546/2009).

Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αρκεί δόλος ως προς όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασής του, χωρίς να απαιτείται ειδικότερα (όπως στην κοινή απάτη) γνώση του δράστη για την αναλήθεια των στοιχείων που χρησιμοποιεί. Η απάτη με υπολογιστή αποτελεί περαιτέρω έγκλημα σκοπού (υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης) διότι ο δράστης πρέπει να έχει σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους για τον εαυτό του ή τρίτον (ΑΠ 1087/2019), χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού (βλ. για το αδίκημα της απάτης ΟλΑΠ 1/2020, ΑΠ 13/2020, ΑΠ 1354/2011, ΑΠ 546/2009). Περιουσιακό όφελος συνιστά η αύξηση της περιουσίας του ίδιου του δράστη ή άλλου, καθώς και η ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσιακής κατάστασης οιουδήποτε από αυτούς (βλ. για το αδίκημα της απάτης ΟλΑΠ 1/2020, ΑΠ 13/2020). Το περιουσιακό αυτό όφελος είναι παράνομο, όταν ο δράστης ή το άλλο πρόσωπο δεν έχει νόμιμη αξίωση κατά του παθόντος, ο δε αξιούμενος, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος τούτου, σκοπός οφέλους αποτελεί υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου (έγκλημα με «υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση»).

Περαιτέρω, η περιουσιακή βλάβη, που, κατά τα προεκτεθέντα, υπάρχει σε περίπτωση μείωσης ή χειροτέρευσης της περιουσίας του παθόντος, πρέπει, ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, να είναι άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της περιουσιακής διάθεσης (βλ. για το αδίκημα της απάτης ΟλΑΠ 1/2020, ΑΠ 13/2020), στην περίπτωση δε του άρθρου 386Α Ν.Π.Κ. ο διαθέτων είναι πάντοτε μόνον (δηλ. χωρίς τη βοήθεια ή την παρέμβαση κάποιου φυσικού προσώπου) ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, ο οποίος, αφού πρώτα επεξεργασθεί βάσει ορισμένου συστήματος τα τεθέντα σε αυτόν εξωτερικά δεδομένα, προβαίνει αυτομάτως σε ορισμένη περιουσιακή διάθεση βλαπτική για το φορέα της περιουσίας και συγχρόνως αντίστοιχα ωφέλιμη για το δράστη ή τρίτον (βλ. Μπουρμά Γ. σε Χαραλαμπάκη Α., Ο Νέος Ποινικός Κώδικας, Τόμος Β΄, σελ. 3141), η δε βλάβη πρέπει να αποτελεί άμεση συνέπεια του επηρεασμού των στοιχείων του υπολογιστή και της συνακόλουθης (προερχόμενης από αυτόν τον επηρεασμό) περιουσιακής διάθεσης (βλ. Μπουρμά Γ. σε Χαραλαμπάκη Α., ο Νέος Ποινικός Κώδικας, Τόμος Β΄, σελ. 3144), ήτοι να μην απαιτείται παρεμβολή ανθρώπινης συμπεριφοράς μεταξύ της επεξεργασίας των στοιχείων και της μείωσης της περιουσίας (Μυλωνόπουλου X., Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, 2006, 603). Για την κακουργηματική δε μορφή της απάτης με υπολογιστή, που προβλέπεται στο εδάφιο β’ της παρ. 1 του άρθρου 386Α Ν.Π.Κ., η πιο πάνω πράξη προσλαμβάνει τη μορφή κακουργήματος, εφόσον το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ (βλ. Μπουρμά Γ. σε Χαραλαμπάκη Α., ο Νέος Ποινικός Κώδικας, Τόμος Β’, σελ. 3141). Περαιτέρω, ως ηλεκτρονικό χρήμα (υπό στενή έννοια) ορίζεται η ηλεκτρονική αποθήκευση νομισματικής αξίας σε ένα τεχνικό μέσο, το οποίο λειτουργεί ως προπληρωμένο ανώνυμο μέσο (στον κομιστή) και το οποίο μπορεί να χρησιμοποιείται για την πραγματοποίηση πληρωμών προς άλλους φορείς, εκτός του εκδότη, χωρίς να είναι αναγκαία η ύπαρξη τραπεζικού λογαριασμού (Ιγγλεζάκη I., Δίκαιο πληροφορικής, 2021.300-303, Ιγγλεζάκη I., Τα ψηφιακά νομίσματα bitcoins και η νομική αντιμετώπισή τους, ΤΝΠ QUALEX, Συν 115/2016. 70-73), μορφή δε του ηλεκτρονικού χρήματος (υπό ευρεία έννοια) αποτελούν και τα ψηφιακά νομίσματα, τα οποία αποτελούν μια μορφή αποκεντρωμένου μετατρέψιμου ψηφιακού νομίσματος, που διαμορφώνεται μέσω της χρήσης ενός ηλεκτρονικού, αποκεντρωμένου λογιστικού συστήματος, σε επίσημα (παραστατικά) κρατικά νομίσματα (αμερικάνικα δολάρια, ευρώ, ρούβλια κ.λπ.) (ΑΠ 2080/2017), μεταξύ των οποίων το bitcoin, το οποίο εντάσσεται στο εν ευρεία έννοια χρήμα ως συμβατικό μέσο πληρωμής (Ιγγλεζάκη I., Δίκαιο πληροφορικής, 2021.300-303, Ιγγλεζάκη I., Τα ψηφιακά νομίσματα bitcoins και η νομική αντιμετώπισή τους, ΤΝΠ QUALEX, Συν 115/2016. 70-73), οι χρήστες του οποίου το χρησιμοποιούν ως περιουσιακό στοιχείο και όχι ως νόμισμα, αφού το αποκτούν με σκοπό το κέρδος και όχι ως αντίτιμο αγαθών και υπηρεσιών (Μοροζίνη Ι., «Bitcoin και Συναλλαγές με Κρυπτοχρήμα από τη Σκοπιά του Ποινικού Δικαίου», εισήγηση σε Επιμορφωτικό Σεμινάριο του Κέντρου Ευρωπαϊκού και Συνταγματικού Δικαίου της 30-03-2022), και θα πρέπει να θεωρείται έγκυρη η χρήση του στις συναλλαγές, το οποίο λειτουργεί αποκεντρωμένα στο πλαίσιο συστημάτων ομότιμων δικτύων (peer to peer) και με τη χρήση της καινοτόμου τεχνολογίας blockchain, χωρίς την παρεμβολή τραπεζικών ή πιστωτικών ιδρυμάτων.

Συγκεκριμένα, οι συναλλαγές στο πλαίσιο του συστήματος αυτού δεν καταχωρούνται από ένα πιστωτικό ίδρυμα, αλλά καταγράφονται ψηφιακά σε ένα δημόσιο κατανεμημένο καθολικό (ledger), σε ένα σύνολο εγγραφών που ονομάζεται αλυσίδα μπλοκ (block chain) και χρησιμοποιεί ως νομισματική μονάδα το bitcoin. Η αλυσίδα μπλοκ δημοσιοποιείται σε ένα ομότιμο δίκτυο (peer to peer network) και είναι στη διάθεση όλων των χρηστών του Διαδικτύου, αποτελεί δηλαδή ένα οιονεί δημόσιο μητρώο συναλλαγών.

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 45 ΠΚ συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος, το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο, δηλαδή με συναπόφασή τους, την οποία έλαβαν, είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεσή της, ώστε καθένας τους να θέλει ή να αποδέχεται την τέλεσή της και να γνωρίζει ότι και ο άλλος από αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της πράξης και να θέλει ή να αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι δε αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον αυτό τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί ότι όλοι τελούν εν γνώσει της πρόθεσης μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος (ΑΠ 253/2021, ΑΠ 1166/2019). Ειδικότερα, απάτη με υπολογιστή μπορεί να τελεστεί και κατά συναυτουργία όταν περισσότεροι επεμβαίνουν ευθέως, είτε συγχρόνως από κοινού είτε διαδοχικά, μετά όμως από συναπόφαση, δηλαδή με κοινό δόλο και με σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους, στην εξέλιξη του προγράμματος ή και στα μηχανικά μέρη του υπολογιστή και με μη ορθή διαμόρφωση του προγράμματος ή με τη χρησιμοποίηση κατά τον προγραμματισμό του συστήματος μη ορθών ή ελλιπών στοιχείων, προκαλούν αποτέλεσμα διαφορετικό από εκείνο που θα προέκυπτε από τη διαδικασία της επεξεργασίας των στοιχείων (ΑΠ 1166/2019). Περαιτέρω, ως προς τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αδικήματος του άρθρου 187§3 Ν.Π.Κ., δεν αρκεί η απλή «ένωση» με άλλον για τη διάπραξη κακουργήματος, αλλά προβλέπεται ρητά ότι το έγκλημα τελείται όταν ο δράστης «οργανώνεται» με άλλον ή άλλους για να διαπράξουν κακούργημα. Διευκρινίζεται με τον τρόπο αυτόν ότι για να υπάρχει συμμορία δεν αρκεί απλή σύμπτωση βουλήσεων, αλλά απαιτείται σύσταση οργάνωσης, με στοιχειώδη έστω δομή, ενώ απαιτείται και η ύπαρξη συμφωνίας για την από κοινού τέλεση των αξιόποινων πράξεων (ΑΠ 253/2021, ΑΠ 904/2020, ΑΠ 872/2020, ΑΠ 527/2020), με τη ρητή δε αναφορά σε «άλλον ή άλλους» με τον οποίο ή τους οποίους οργανώνεται ο ένας, καθίσταται προφανές ότι συμμορία μπορεί να υπάρξει και όταν οργανώνονται μόνο δύο άτομα μεταξύ τους με τον παραπάνω σκοπό ή και περισσότερα των δύο ατόμων (Καμπέρου Ε. σε Χαραλαμπάκη Α., Ο Νέος Ποινικός Κώδικας, Τόμος Α’, 2020.1259). Κατά βάση, στη συμμορία επικρατούν οι διαπροσωπικές σχέσεις των μελών και δεν υπάρχει η πραγματοπαγής οργάνωση, όπως απαιτεί η παρ. 1 του ιδίου άρθρου (187), δηλ. συγκρότηση ή ένταξη ως μέλους σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (ΑΠ 1296/2019). Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος ενέχει τη γνώση και τη θέληση της συμφωνίας για την τέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο από τότε που ενώθηκαν δύο ή περισσότεροι με τον παραπάνω σκοπό. Υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε (ΑΠ 904/2020, ΑΠ 93/2020), ενώ η πράξη της συμμορίας συρρέει αληθινά με τις πράξεις που πράγματι τελέστηκαν και απορροφάται μόνο όταν η διάπραξη του εγκλήματος από περισσότερους ενωμένους κατά την παρ. 3 του άρθρου 187 Ν.Π.Κ. αποτελεί επιβαρυντική περίσταση άλλου εγκλήματος που τιμωρείται βαρύτερα (ΑΠ 1296/2019).