Ηλεκτρονικές τραπεζικές συναλλαγές· ηλεκτρονική απάτη (phishing):
Σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ οι ηλεκτρονικές απάτες έχουν μετατοπιστεί από τις κλοπές μέσω πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας και έχουν επίκεντρο κυρίως τις μεταφορές πιστώσεων, δηλαδή τις μεταφορές χρημάτων από λογαριασμό σε λογαριασμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2021 καταγράφηκε αύξηση κατά 609% των περιστατικών απάτης στις μεταφορές πιστώσεων και κατά 320% στην αξίας τους. Συγκεκριμένα, καταγράφηκαν 8.365 περιστατικά απάτης συνολικής αξίας 26,3 εκατ. ευρώ, σε σχέση με τα 1.179 περιστατικά, συνολικής αξίας 6,2 εκατ. ευρώ το 2020. Οπως αναφέρει η ΤτΕ, η πλειονότητα των τεχνικών διενέργειας της απάτης αφορά τις μεθόδους της έκδοσης εντολής πληρωμής από τον απατεώνα (ο απατεώνας εκδίδει πλαστή εντολή αφού αποκτήσει τα ευαίσθητα δεδομένα πληρωμής του πληρωτή ή του δικαιούχου με δόλια μέσα), καθώς και της χειραγώγησης του πληρωτή από τον απατεώνα (ο πληρωτής παρέχει καλή τη πίστη τη συγκατάθεσή του στην εκτέλεση εντολής πληρωμής προς λογαριασμό πληρωμών τρίτου, θεωρώντας ότι ανήκει σε νόμιμο δικαιούχο).
Δεκτή έγινε από το Ειρηνοδικείο Μυτιλήνης αγωγή αποζημίωσης κατά Τράπεζας σε υπόθεση ηλεκτρονικής απάτης (ΕιρΜυτ 24/2023)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ δημοσιευμένη στο https://www.sakkoulas-online.gr
υποχρέωση τράπεζας προς αποζημίωση του καταθέτη· ακυρότητα Όρων Διενέργειας Τραπεζικών Συναλλαγών, σύμφωνα με τους οποίους η τράπεζα δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε ζημία του πελάτη της σε περίπτωση παράνομης χρήσης των προσωπικών του κωδικών πρόσβασης στην υπηρεσία Internet Banking, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 103 ν. 4537/2018, ως ερχόμενοι σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 71, 88, 92 και 95 του ιδίου Νόμου, οι οποίες προβλέπουν καθολική ευθύνη του παρόχου και απαλλαγή του μόνο για ασυνήθεις και απρόβλεπτες περιστάσεις, οι οποίες είναι πέρα από τον έλεγχο του μέρους που τις επικαλείται και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρ’ όλες τις προσπάθειες για το αντίθετο, αλλά και ειδική διαδικασία ενημέρωσης επί συμβάντων διακοπής λειτουργίας, τα οποία επομένως δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν ως απρόβλεπτα, αφού ρυθμίζονται ειδικά στο νόμο· εισάγουν δε οι διατάξεις αυτές αναγκαστικό δίκαιο υπέρ των χρηστών, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 103 Ν. 4537/2018 οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών απαγορεύεται να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του εις βάρος των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν η δυνατότητα παρέκκλισης προβλέπεται ρητά και μπορούν να αποφασίζουν να προσφέρουν μόνο ευνοϊκότερους όρους στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών· οι δε προαναφερόμενοι συμβατικοί όροι δεν συνιστούν ευνοϊκότερους αλλά δυσμενέστερους όρους προς τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμής· επομένως, η επίδικη συναλλαγή (πράξη πληρωμής) θεωρείται, ελλείψει αποδεικνυόμενης παροχής συγκατάθεσης εκ μέρους του συζύγου της ενάγουσας ή και της ίδιας, μη εγκριθείσα κατά τις προβλέψεις του άρθρου 64 Ν. 4537/2018.
Με αυτό το περιεχόμενο, η ένδικη αγωγή παραδεκτά εισήχθη προς συζήτηση, με τη διαδικασία των μικροδιαφορών (αρθ. 466 επ. ΚΠολΔ). ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμοδίου (αρθ. 14 παρ. 1 εδ. α΄, 33, 41 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η ένδικη διαφορά αφορά αφενός, μεταξύ άλλων, σε δικαιώματα και υποχρεώσεις από συμβάσεις ανώμαλης παρακαταθήκης που καταρτίστηκαν στη Μυτιλήνη, στον ίδιο δε τόπο όπου κατοικεί η ενάγουσα έπρεπε να καταβληθούν κατ’ άρθρο 321 παρ. 1 ΑΚ οι επίδικες παροχές ως χρηματικές, και αφετέρου σε φερόμενη παρανομία εκ μέρους της εναγομένης, κατά την οποία το ζημιογόνο γεγονός έλαβε χώρα στη Μυτιλήνη, ενώ δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία που να καθιστά την αποκλειστική αρμοδιότητα στα Δικαστήρια της Αθήνας. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης, δοθέντος ότι αυτή περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία που θεμελιώνουν κατά το νόμο την άσκησή της από την ενάγουσα σε βάρος της εναγομένης και για την πληρότητά της δεν απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία. Επιπλέον, η αγωγή είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 8 του Ν 2251/1994, άρθρα 2, 4, 48 επ. ν. 4537/2018, 282, 288, 830, 806, 827 ΑΚ και 176 ΚΠολΛ. Επομένως, η αγωγή, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθμ. … e-Παράβολο).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ενεργητικά μεν νομιμοποιείται να ζητήσει έννομη προστασία εκείνος που ισχυρίζεται ότι είναι δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος, παθητικά δε εκείνος, που κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση (Κ. Μπέης: ΠολΔικ, υπό το άρθρο 68, σελ. 360). Τα θεμελιωτικά στοιχεία της νομιμοποίησης (ενεργητικής και παθητικής) πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, η δε παράλειψη αναφοράς των παραπάνω στοιχείων, έχει ως συνέπεια το απαράδεκτο του δικογράφου της αγωγής. Επομένως, για τη νομιμοποίηση, αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς κατ’ αρχάς να ασκεί επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής. Η από τον εναγόμενο αμφισβήτηση των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης πραγματικών περιστατικών, συνιστά, όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποίησης, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής, του ενάγοντος επομένως φέροντος του σχετικού προς τούτο βάρος απόδειξης, με συνέπεια και σε περίπτωση που δεν αποδείξει τον περί νομιμοποίησης ισχυρισμό, την απόρριψη της αγωγής για έλλειψη (ενεργητική ή παθητικής) νομιμοποίησης (ΕφΑΘ 5685/1999, ΕλλΔνη 41.526). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη με τις έγγραφες προτάσεις της εκθέτει ότι η ένδικη διαφορά απορρέει από τη συμβατική σχέση που αφορά την χρήση εναλλακτικών δικτύων και συνδρομητής των εναλλακτικών δικτύων της τράπεζας τυγχάνει μόνο ο σύζυγος της ενάγουσας και η ενάγουσα δεν επικαλείται ως όφειλε το έννομο συμφέρον για την άσκηση της αγωγής υπό την ιδιότητα της κληρονόμου. Ο παραπάνω ισχυρισμός, με τον οποίο αμφισβητούνται τα επικαλούμενα από την ενάγουσα θεμελιωτικά της ενεργητικής νομιμοποίησης περιστατικά, συνιστά, όχι ένσταση ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής, που δημιουργεί μετά ταύτα υποχρέωση στην ενάγουσα να αποδείξει τον περί ενεργητικής νομιμοποίησης ισχυρισμό της.
Από τη με υπ’ αρ. …/22.12.2022 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Μυτιλήνης Ε… Τ… Β…, τη με υπ’ αρ. …/19.12.2022 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμβολαιογράφου Μυτιλήνης Α… Β…, από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους, και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από όσα ρητώς ή εμμέσως συνομολογούνται από τους διαδίκους, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα από κοινού με τον ήδη αποβιώσαντα. την 13.6.2022 σύζυγό της Φ… Π… του Α…, καταρτίσανε την 13.5.2003 σύμβαση ανοίγματος κοινού λογαριασμού ταμιευτηρίου με αριθμό … με την τότε ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «… Τράπεζα Ανώνυμη Εταιρεία», καθολική διάδοχος της οποίας έχει καταστεί η εναγόμενη. Στην από 13.5.2003 σύμβαση τέθηκε ο προδιατυπωμένος όρος του άρθ. 2 ν. 5638/1932, με αριθμό 7 Γενικό Όρο Λειτουργίας Λογαριασμού, ότι σε περίπτωση θανάτου οποιουδήποτε από τους συνδικαιούχους, η κατάθεση αυτή εξακολουθεί να ισχύει στο όνομά του ή των επιζώντων μέχρι τον τελευταίο από αυτούς. Συνεπώς μετά το θάνατο του συνδικαιούχου Φ… Π… η κατάθεση και ο εξ αυτής λογαριασμός περιήλθε αυτοδικαίως στην ενάγουσα ως έτερη συνδικαιούχο, η οποία νομιμοποιείται ενεργητικά και έχει άμεσο έννομο συμφέρον στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής, απορριπτουμένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγόμενης. Με τον παραπάνω λογαριασμό ήταν συνδεδεμένη η με αριθμό … χρεωστική κάρτα … … MASTERCARD. Ακολούθως, δυνάμει της με αριθμό …/10.04.2020 αίτησης του θανόντος συζύγου της ενάγουσας, Φ… Π…, παρασχέθηκε σε αυτόν η δυνατότητα χρήσης των εναλλακτικών δικτύων της εναγομένης, ενώ δια της με αριθμό …/10.04.2020 αίτησης περί απόκτησης Πρόσθετου Κωδικού Ασφαλείας (ΠΚΑ) μέσω αποστολής SMS μηνυμάτων ορίστηκε αφενός ο αριθμός κινητού τηλεφώνου (69…) στον οποίο θα αποστέλλεται ο Πρόσθετος Κωδικός Ασφαλείας (ΠΚΑ) και αφετέρου ότι το κόστος υπηρεσιών Πρόσθετου Κωδικού Ασφαλείας θα χρεώνεται στον με αριθμό … λογαριασμό. Για την έγκριση των συναλλαγών μέσω του συστήματος e-banking της εναγομένης, είχε ενεργοποιηθεί υπηρεσία δυνάμει της οποίας πριν από κάθε συναλλαγή θα έπρεπε να αποστέλλεται στον με αριθμό κινητού 69…, που ανήκε στον σύζυγο της ενάγουσας, μηνύματα κωδικού μίας χρήσης για την εκτέλεση των εντολών τους. Στις 2.11.2021, ο συνδικαιούχος του λογαριασμού έλαβε μήνυμα στο ανωτέρω κινητό αριθμό, ότι ο παραπάνω με αριθμό … λογαριασμός ταμιευτηρίου είναι παγωμένος και θα πρέπει να αυξηθεί το ημερήσιο όριο συναλλαγών προκειμένου να εκτελεστεί έμβασμα ύψους 14.785,05 €, σε χρέωση του εν λόγω κοινού λογαριασμού. Την ίδια ημέρα, ο Φ… Π…, απευθύνθηκε στο κατάστημα Μυτιλήνης της εναγομένης και γνωστοποίησε το ανωτέρω συμβάν και ζήτησε την ακύρωση της συναλλαγής, η οποία όμως δεν ήταν εφικτή λόγω μη εμφάνισης της συναλλαγής στο σύστημα της τράπεζας. Στη συνέχεια ο σύζυγος της ενάγουσας στις 3.11.2022, προχώρησε σε μεταβολή του Κωδικού Συνδρομητή της συνδρομής τους, μέσω του … WEB BANKING, ενώ τελικά η συναλλαγή εμφανίστηκε στο σύστημα στις 3.11.2020. Ακολούθως στις 4.11.2020 ο σύζυγός της ενάγουσας μετέβη στο κατάστημα της εναγομένης στη Μυτιλήνη και υπέγραψε το προδιατυπωμένο έντυπο αμφισβήτησης συναλλαγών … web banking/Mobile banking/… phone, με αριθμό …, ποσού 14.785,05 €, το οποίο έγινε δεκτό και το ποσό πιστώθηκε στο παραπάνω κοινό λογαριασμό την 10.11.2021. Την Πέμπτη 4.11.2021 και ώρα 15.12, ο σύζυγος της ενάγουσας έλαβε μήνυμα στο λογαριασμό που διατηρούσε στο πρόγραμμα επικοινωνίας VIBER προερχόμενο από την υπηρεσία της εναγομένης … BANK Alerts, το περιεχόμενο του οποίο είχε ως εξής «ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ … MASTERCARD *8221, ΣΤΙΣ 24.11.2021 15.12 ΣΥΝ/ΓΗ ΑΞΙΑΣ GBP 2022,00 ΣΤΗΝ ΕΓΠΧ/ΣΗ HARRODS LTD-M ΒΡΕΤΑΝΙΑ». Αμέσως απευθύνθηκε στο κατάστημα της εναγομένης, και οι υπάλληλοι του καταστήματος τον παρέπεμψαν στο τηλεφωνικό κέντρο της εναγομένης για να ακυρώσει την ως άνω χρεωστική κάρτα, ενώ τον ενημέρωσαν ότι η εν λόγω συναλλαγή/χρέωση δεν είχε ακόμη εμφανιστεί στο ηλεκτρονικό σύστημα της τράπεζας. Στη συνέχεια ο σύζυγος της ενάγουσας κάλεσε στο τηλεφωνικό κέντρο της εναγομένης και ακύρωσε την ανωτέρω χρεωστική κάρτα. Στις 9.11.2021 προσήλθε στο κατάστημα της εναγομένης όπου αμφισβήτησε εγγράφως την παράνομη συναλλαγή ποσού 2.022 GBP ή 2.434,83 €, η οποία εντοπίστηκε στο ηλεκτρονικό σύστημα της τράπεζας στις 8.11.2021. Σε απάντηση του αιτήματος του συζύγου της ενάγουσας, η εναγόμενη απέστειλε την από 19.11.2021 απαντητική επιστολή, με την οποία τον ενημέρωσε ότι η αμφισβητούμενη συναλλαγή εγκρίθηκε με Push Notification, μέσω της εφαρμογής my… Mobile, για την εγκατάσταση της οποίας χρησιμοποιήθηκαν οι Προσωπικοί Κωδικοί Αναγνώρισής του στο e Banking (κωδικός συνδρομητή/ username, μυστικός κωδικός password, πρόσθετος κωδικός ασφάλειας/ my… Code) και ότι η γνωστοποίηση των Προσωπικών Κωδικών Αναγνώρισης, συνιστά παράβλεψή του, η οποία οδήγησε στην ολοκλήρωση της συναλλαγής, ώστε η Τράπεζα δεν μπορεί να αναλάβει το κόστος της. Ακολούθως, στις 7.12.2021 ο σύζυγος της ενάγουσας επανέλαβε την αίτηση αμφισβήτησης της ανωτέρω συναλλαγής με κάρτα και η εναγομένη του απέστειλε την από 21.2.2022 απαντητική της επιστολή, στην οποία αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: «Όπως ήδη έχουμε αναφέρει στην από 19.11.2021 μας η αμφισβητούμενη συναλλαγή εγκρίθηκε με Push Notification, μέσω της εφαρμογής my… Mobile, για την εγκατάσταση της οποίας χρησιμοποιήθηκαν οι Προσωπικοί Κωδικοί Αναγνώρισης σας στο e-Banking (κωδικός συνδρομητή/Username, μυστικός κωδικός/password, πρόσθετος κωδικός ασφάλειας/my… Code)… Επιπλέον, σας γνωρίζουμε ότι η ενεργοποίηση των Push Notifications προϋποθέτει το δέσιμο της συσκευής/συσκευών, στην οποία αποστέλλονται οι ειδοποιήσεις για την έγκριση των συναλλαγών, με την e-Banking συνδρομή. Συγκεκριμένα, στον αριθμό κινητού 69****… την 1.11.2021 εστάλησαν τα παρακάτω my… Code με τα εξής μηνύματα: 1.11.2021-18.31: «my… code 877886 E-banking login. The OTP will remain valid for 5’» και 1.11.2021 – 18:33: «my… code 075137 for device authentication. The OTP will remain valid for 5’». Στη συνέχεια ενεργοποιήθηκε η υπηρεσία Push Notification στην νέα συσκευή. Συνεπώς, η γνωστοποίηση των Προσωπικών Κωδικών Αναγνώρισης και των ως άνω my… Codes, συνιστά παράβλεψη από μέρους σας. η οποία οδήγησε στην ολοκλήρωση της συναλλαγής.» Ωστόσο, την 01.11.2021 και ώρα 18:31 και 18:33 δεν έλαβε ο σύζυγος της ενάγουσας τους ως άνω my… Code κωδικούς στο κινητό του τηλέφωνο με αριθμό 69…. Τρίτο πρόσωπο αιτήθηκε και έκανε χρήση των ως άνω κωδικών εισόδου και ασφαλείας στο σύστημα e-banking της εναγομένης την 01.11.2021, αφού εισήλθε στο σύστημα, αμέσως μετά ενεργοποίησε και την υπηρεσία Push Notification της εναγομένης για την έγκριση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, αλλά σε νέα συσκευή, δηλαδή σε συσκευή διαφορετική από αυτήν που ο σύζυγος της ενάγουσας είχε εγκαταστήσει την εφαρμογή Μy … Mobile, με σκοπό να μπορεί το τρίτο αυτό πρόσωπο να εκτελεί παρανόμως συναλλαγές εν αγνοία τους, αλλά σε χρέωση του δικού τους κοινού λογαριασμού, κάνοντας χρήση της ειδοποίησης Push Notification, για την έγκριση των συναλλαγών, την οποία θα λάμβανε πλέον στη δική του συσκευή μέσω της εγκατασταθείσας σ’ αυτήν Μy … Mobile εφαρμογής. Τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά είναι επαρκή για τη στοιχειοθέτηση του δικαιώματος της ενάγουσας να ζητήσει την απόδοση του επίμαχου ποσού από την εναγόμενη τραπεζική εταιρία, όπως, άλλωστε, συνάγεται και από τις διατάξεις των άρθρων 71 και 73 Ν. 4537/2018. 822 εδ. α’ και 830 παρ. 1 ΑΚ. Ειδικότερα, από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της επίδικης αξίωσης της ενάγουσας, αρκούσε η επίκληση και η απόδειξη της κατάρτισης συμβάσεων ανώμαλης παρακαταθήκης μεταξύ των διαδίκων με άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών, της σύναψης πρόσθετης συμφωνίας μεταξύ του συζύγου της ενάγουσας και της εναγομένης για τη δυνατότητά του να εκτελεί συναλλαγές με το υπόλοιπο διαθέσιμο του κοινού λογαριασμού τους με χρήση υπηρεσιών e-banking που παρέχει η εναγομένη στους πελάτες της, της εκτέλεσης ισόποσης ηλεκτρονικής συναλλαγής από το λογαριασμό τους που ισχυρίζεται ότι δεν έχει εγκρίνει και της άμεσης ενημέρωσης της εναγομένης αναφορικά με τη μη εγκριθείσα συναλλαγή (βλ. ΜΠρΠατρ 258/2020 ΤΝΠ Νόμος). Εκ των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι πράγματι η επίμαχη συναλλαγή μεταφοράς του συνολικού ποσού 2.434,83€ από τον υπ’ αριθμ. … λογαριασμό, του οποίου δικαιούχος είναι πλέον μόνο η ενάγουσα, εκτελέστηκε με συνδυασμένη χρήση των προσωπικών κωδικών του συζύγου της ενάγουσας και πρόσθετου κωδικού που φέρεται να του απεστάλη σε άλλη συνδεδεμένη συσκευή. Εντούτοις, από το αποδεικτικό υλικό ουδόλως αποδεικνύεται η γνησιότητα της αυτής επίδικης συναλλαγής, υπό την έννοια ότι κανένας από τους δικαιούχους του επίμαχου λογαριασμού (δηλαδή η ενάγουσα ή ο σύζυγός της) είχαν δώσει τη συγκατάθεσή του για την εκτέλεση της πράξης πληρωμής. Εξάλλου, ο σύζυγος της ενάγουσας ουδέποτε έλαβε στο κινητό του τηλέφωνο είτε με SMS είτε με μήνυμα στην εφαρμογή VIBER μοναδικό κωδικό προκειμένου να τον πληκτρολογήσει για να εγκρίνει την επίδικη συναλλαγή (πράξη πληρωμής).
Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί της εναγόμενης ότι αυτή στην προκειμένη περίπτωση δεν υπέχει ουδεμία ευθύνη κατ’ εφαρμογή των όρων 8.21. 8.2.3 και 8.2.6 του Πλαισίου Συνεργασίας – Γενικοί Όροι Διενέργειας Τραπεζικών Συναλλαγών, σύμφωνα με τους οποίους εκείνη δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε ζημία του πελάτη της σε περίπτωση παράνομης χρήσης των προσωπικών του κωδικών πρόσβασης στην υπηρεσία Internet Banking, είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Και τούτο διότι οι προαναφερόμενοι επίμαχοι συμβατικοί όροι είναι άκυροι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 103 Ν. 4537/2018. ως ερχόμενοι σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 71, 88, 92 και 95 του ιδίου Νόμου, οι οποίες προβλέπουν καθολική ευθύνη του παρόχου και απαλλαγή του μόνο για ασυνήθεις και απρόβλεπτες περιστάσεις, οι οποίες είναι πέρα από τον έλεγχο του μέρους που τις επικαλείται και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρ’ όλες τις προσπάθειες για το αντίθετο αλλά και ειδική διαδικασία ενημέρωσης επί συμβάντων διακοπής λειτουργίας, τα οποία επομένως δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν ως απρόβλεπτα, αφού ρυθμίζονται ειδικά στο νόμο, εισάγουν δε οι διατάξεις αυτές αναγκαστικό δίκαιο υπέρ των χρηστών, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 103 Ν. 4537/2018 οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών απαγορεύεται να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του εις βάρος των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν η δυνατότητα παρέκκλισης προβλέπεται ρητά και μπορούν να αποφασίζουν να προσφέρουν μόνο ευνοϊκότερους όρους στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών, οι δε προαναφερόμενοι συμβατικοί όροι δεν συνιστούν ευνοϊκότερους αλλά δυσμενέστερους όρους προς τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμής.
Επομένως, η επίδικη συναλλαγή (πράξη πληρωμής) θεωρείται, ελλείψει αποδεικνυόμενης παροχής συγκατάθεσης εκ μέρους του συζύγου της ενάγουσας ή και της ίδιας, μη εγκριθείσα κατά τις προβλέψεις του άρθρου 64 Ν. 4537/2018. Όσων αφορά την προβαλλόμενη από την εναγομένη ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους της ενάγουσας, λεκτέα τα εξής: Από τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ. προκύπτει, ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει τα όρια και τους σκοπούς, που καθορίζει το άρθρο αυτό. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η ένσταση πρέπει να διαλαμβάνει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και ορισμένο αίτημα. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται, ότι κατά την πρόταση της ένστασης κατάχρησης δικαιώματος, πρέπει να γίνεται επίκληση των περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η επικαλούμενη κατάχρηση και να διατυπώνεται αίτημα απορρίψεως της αγωγής για την αιτία αυτή (βλ. ΑΠ 1253/2004, ΕλλΔνη 2005.119,120, ΑΠ 966/2004, ΕλλΔνη 2005.422, ΑΠ 1129/2002, ΕλλΔνη 2004.424, ΑΠ 783/2001, ΕλλΔνη 2002.1379, ΑΠ 769/2000, ΕλλΔνη 2001.110). Εξάλλου, κατά την έννοια της άνω διατάξεως του άρθρου 281 του ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (βλ. ΟλΑΠ 16/2006, ΕλλΔνη 2006.1331,1334). Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται ν’ ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (βλ. ΟλΑΠ 62/1990, ΑΠ 879/2002, ΕλλΔνη 2003.1306, ΑΠ 321/2002, ΕλλΔνη 2003.143, ΑΠ 681/2000, ΕλλΔνη 2001.109). Συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω η προβαλλόμενη ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθώς τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά ως αληθή υποτιθέμενα δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος. Κατ’ επέκταση, η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 2.434,83 € με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά της ενάγουσας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης (άρθρα 176 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.