Το τελευταίο χρονικό διάστημα παρατηρείται η επίδοση πληθώρας εξωδίκων δηλώσεων εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων προς οφειλέτες που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3869/2010.
Κι αν το περιεχόμενο κάποιων εξ αυτών είναι αληθές, απαιτείται ιδιαίτερα μεγάλη προσοχή στις περιπτώσεις που οι καταβολές δεν είναι εν τοις πράγμασι ληξιπρόθεσμες, αλλά εμφανίζονται ως τέτοιες λόγω της μετάπτωσης των τραπεζικών λογαριασμών μετά την ολοκλήρωση μεταβίβασης δανειακών προϊόντων στα funds σε χρονικό διάστημα μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης. Σημειώνεται ότι η έκπτωση του οφειλέτη δεν επέρχεται πλέον με δικαστική απόφαση, αλλά αυτοδικαίως εφόσον τηρηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 3869/2010.
Η διαδικασία έκπτωσης προβλέπεται στο άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 3869/2010 – [*] Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε όπως παραπάνω με το άρθ. 64 παρ. 1 του Ν. 4549/2018. [**] Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε όπως παραπάνω με το άρθ. 64 παρ. 2 του Ν. 4549/2018.-
1. Η κανονική εκτέλεση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται σε εφαρμογή των παρ. 2, 4 και 5 του άρθρου 8 επιφέρει, με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 4 και στην παράγραφο 2 του άρθρου 9, την αυτοδίκαιη απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι όλων των πιστωτών, ακόμη και έναντι εκείνων που δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους. Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το Ειρηνοδικείο με αίτηση που κοινοποιείται στους πιστωτές και εκδικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, την πιστοποίηση της απαλλαγής του από το υπόλοιπο των οφειλών.
2. Αν ο οφειλέτης καθυστερεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από τη ρύθμιση οφειλών, με συνέπεια το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβαίνει αθροιστικώς την αξία τριών μηνιαίων δόσεων, διαδοχικών ή μη, ο θιγόμενος πιστωτής μπορεί να επιδώσει στον οφειλέτη εξώδικη όχληση με την οποία τον καλεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του εντός τριάκοντα ημερολογιακών ημερών. Αν ο οφειλέτης δεν συμμορφωθεί προσηκόντως, εκπίπτει αυτοδικαίως από τη ρύθμιση έναντι όλων των πιστωτών από την ημέρα που ο θιγόμενος πιστωτής επιδώσει σχετική δήλωση στους υπόλοιπους πιστωτές, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταθέσει σχετικό σημείωμα με ενσωματωμένη την ανωτέρω αναφερόμενη εξώδικη όχληση στον φάκελο που τηρείται στο αρμόδιο δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το Ειρηνοδικείο την ανατροπή της έκπτωσής του, αν αποδεικνύει ότι η μη καταβολή των δόσεων οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας, μη δυνάμενο να αντιμετωπισθεί με αίτηση μεταρρύθμισης της απόφασης ή ότι ο θιγόμενος πιστωτής άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμα της παρούσας παραγράφου.
3. Σε περίπτωση που δεν ευοδωθεί η απαλλαγή από τις οφειλές με τη διαδικασία του παρόντος νόμου, οι απαιτήσεις των πιστωτών επανέρχονται στο ύψος στο οποίο θα βρίσκονταν αν δεν είχε υποβληθεί η αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4. Για τον προσδιορισμό του ύψους των απαιτήσεων αποκλείεται, εφόσον είχε γίνει δεκτή η αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4, ο ανατοκισμός από την κοινοποίηση της αίτησης αυτής στους πιστωτές και αφαιρούνται τα ποσά που έχουν καταβληθεί από τον οφειλέτη.
Το άρθρο 11 εν όλω αναφέρεται ευθέως στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη ρύθμιση οφειλών του οφειλέτη δυνάμει της εκδοθείσας απόφασης του Δικαστηρίου, ήτοι αποκλειστικά εκ της ρύθμισης των παρ. 2, 4 και 5 του άρθρου 8, αποκλειόμενης κάθε αναφοράς ευθείας ή εκ πλαγίου στη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010.
Στο άρθρο 11 του ν. 3869/2010 τόσο η απαλλαγή του οφειλέτη -άρθρο 11 παρ. 1-, όσο και η έκπτωση του οφειλέτη -άρθρο 11 παρ. 2-, αλλά και η αναβίωση του ύψους των απαιτήσεων σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του άρθρου 8 παρ. 2, 4 και 5, αναφέρονται αποκλειστικά και μόνο στη ρύθμιση οφειλών και σε καμία περίπτωση στη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, η οποία αφορά τη ρύθμιση για την προστασία της κύριας κατοικίας.
Η μη καταβολή των δόσεων του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, δεν οδηγεί στην έκπτωση οφειλέτη εκ της ρύθμισης οφειλών, αλλά αποκλειστικά στην μη προστασία της κύριας, άλλως μοναδικής κατοικίας του η οποία διεσώθη με την εκδοθείσα δικαστική απόφαση υπό τη διαλυτική αίρεση της προσήκουσας αποπληρωμής της δόσης τοκοχρεωλυτικής εξόφλησης της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου. Προς επίρρωση των ανωτέρω, καλό είναι να αναφερθεί ότι τόσο στο γράμμα, όσο και στο πνεύμα του νόμου, η απαλλαγή του οφειλέτη από τα υπόλοιπα των οφειλών του επέρχεται -αυτοδικαίως ή κατόπιν αιτήσεως- μετά την ποσοτική και χρονική ολοκλήρωση της ρύθμισης των άρθρων 8 παρ. 2, 4 και 5 του ν. 3869/2010, ως τροποποιηθέντος ισχύει, με αποτέλεσμα ουδεμία εφαρμογή να τυγχάνουν οι διατάξεις του άρθρου 11 στην παρακολούθηση της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου. Θα ήταν δε οξύμωρο ο οφειλέτης, όπως εν προκειμένω ο εξωδίκως δηλών, να έχει ολοκληρώσει τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010, να έχει αυτοδικαίως απαλλαγεί εκ των οφειλών του και να εκπέσει της ρύθμισης.
Οι δικαστικές αποφάσεις του ν. 3869/2010 ορίζουν το χρεωλυτικό ύψος της μηνιαίας δόσης εξυπηρέτησης για τη διάσωση της κύριας, άλλως μοναδικής κατοικίας του οφειλέτη.
Τόσο το ύψος του τόκου και το ακριβές ποσό τοκοχρεωλυτικής δόσης, όσο και ο λογαριασμός εξυπηρέτησης, πρέπει να υποδειχθούν από τη δικαιούχο πιστώτρια που ικανοποιείται προνομιακά εξαιτίας της εμπράγματης εξασφάλισης των απαιτήσεών της.
Η μη εμπρόθεσμη γνωστοποίηση των ανωτέρω, ήτοι η μη έγκαιρη και αποδεδειγμένη ενημέρωση του οφειλέτη σε χρονικό διάστημα προ της εκκίνησης της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, συνιστά αυτοδικαίως δόλο, άλλως βαριά αμέλεια εκ μέρους της πιστώτριας τράπεζας και αυταπόδεικτη καταχρηστική παράλειψη των υποχρεώσεών της προς τον ήδη υπαχθέντα στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου οφειλέτη.