Η αντίληψη, ότι δικαιοπρακτική ικανότητα πρέπει να έχουν μόνο όσοι μπορούν να τη χρησιμοποιούν κατάλληλα, ωθεί το νομοθέτη στη δημιουργία, πέρα από τους ανηλίκους, και μιας άλλης κατηγορίας δικαιοπρακτικά ανίκανων προσώπων, που αποτελείται από όσους έχουν σοβαρά ψυχοδιανοητικά ή σωματικά προβλήματα ή χαρακτηρολογικά ελαττώματα, που θέτουν σε κίνδυνο τους εαυτούς τους ή μέλη της οικογένειάς τους. Από τα άτομα αυτά η δικαιοπρακτική ικανότητα αφαιρείται ολικά ή μερικά με δικαστική απόφαση μετά από μια ορισμένη διαδικασία: τη διαδικασία για τη θέση του προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση.
Ως δικαστική συμπαράσταση εννοείται, εξάλλου, το καθεστώς στο οποίο βρίσκονται οι «συμπαραστατούμενοι», που τελούν στο εξής υπό την προστασία του «δικαστικού συμπαραστάτη», που ορίζεται γι’ αυτούς με την ίδια δικαστική απόφαση.
Οι περιπτώσεις της δικαστικής συμπαράστασης:
Σύμφωνα με το άρθρο 1666 ΑΚ, σε δικαστική συμπαράσταση υποβάλλονται τα εξής ενήλικα πρόσωπα:
α) Όσοι, λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, ή λόγω σωματικής αναπηρίας, αδυνατούν ολικά ή μερικά να φροντίζουν μόνοι για τις υποθέσεις τους. Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή εννοείται κάθε ψυχικό ή διανοητικό πρόβλημα που εμποδίζει την ελεύθερη διαμόρφωση της βούλησης ή της κρίσης (για το λόγο ότι μειώνει σημαντικά την ικανότητα του αντικειμενικού ελέγχου της πραγματικότητας), όπως είναι οι γνήσιες ψυχώσεις, αλλά και οι οργανοψυχικές παθήσεις, που οφείλονται σε παθολογοανατομικές αλλοιώσεις του εγκεφάλου ή και σε άλλες εγκεφαλικές διαταραχές· περιλαμβάνονται έτσι εδώ και η γεροντική άνοια, καθώς και η λεγόμενη «κατάσταση διφορούμενων φρενών» του προηγούμενου δικαίου (παλ. ΑΚ 1705 αρ. 1). Η ψυχική ή διανοητική διαταραχή δεν χρειάζεται να είναι μόνιμη, θα πρέπει όμως να συνεπάγεται την ολική ή μερική αδυναμία του πάσχοντος να φροντίζει μόνος του τις (προσωπικές ή περιουσιακές) υποθέσεις του. Την ίδια αδυναμία θα πρέπει να συνεπάγεται, ως προϋπόθεση για τη θέση σε δικαστική συμπαράσταση, και η σωματική αναπηρία, που μπορεί, κατά τα λοιπά, να είναι οποιουδήποτε είδους, δηλαδή να αφορά είτε τα όργανα των αισθήσεων είτε τα όργανα της κίνησης είτε και οποιαδήποτε άλλα όργανα, χωρίς να ενδιαφέρει αν πρόκειται για πρόβλημα που εμφανίστηκε με τη γέννηση του πάσχοντος ή αργότερα (κάτι που ισχύει, βέβαια, και για την ψυχική ή διανοητική διαταραχή).
β) Όσοι λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού εκθέτουν στον κίνδυνο της στέρησης τον εαυτό τους, το σύζυγό τους, τους κατιόντες τους ή τους ανιόντες τους. Ως ασωτία εννοείται το χαρακτηρολογικό ελάττωμα του προσώπου που ξοδεύει αλόγιστα σε σχέση με την οικονομική του κατάσταση και με τις υποχρεώσεις του να διατρέφει τους συγγενείς του, άσχετα πάντως από τα κίνητρα των δαπανών του ή τον ηθικό ή ανήθικο τρόπο της ζωής του. Τοξικομανία, εξάλλου, υπάρχει σε κάθε περίπτωση εξάρτησης του ατόμου από οποιαδήποτε τοξική ουσία. Τα ελαττώματα, πάντως, της ασωτίας, της τοξικομανίας και του αλκοολισμού θα πρέπει να συνεπάγονται τον κίνδυνο της στέρησης είτε του ίδιου του ατόμου, που θα υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση, είτε των τρίτων προσώπων που αναγράφονται στο νόμο προφανώς ως δικαιούχοι διατροφής απέναντι στον υποψήφιο συμπαραστατούμενο. Ειδικά, συνεπώς, στις περιπτώσεις των συγκεκριμένων χαρακτηρολογικών ελαττωμάτων, ο θεσμός της δικαστικής συμπαράστασης, που βασικά λειτουργεί υπέρ του «συμπαραστατουμένου», αποτελεί μέτρο προστασίας και τρίτων, που κινδυνεύουν από τη συμπεριφορά εκείνου για τον οποίο ζητείται η δικαστική συμπαράσταση.
Με δεδομένο ότι οι ανήλικοι, κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας, αντιπροσωπεύονται νόμιμα και, συνακόλουθα, προστατεύονται από τους γονείς ή τον επίτροπό τους, ο θεσμός της δικαστικής συμπαράστασης αφορά, βέβαια, ενηλίκους. Για να μην, όμως, μεσολαβεί ούτε το παραμικρό χρονικό διάστημα, στο οποίο το άτομο θα μπορούσε να βρεθεί απροστάτευτο, (ώσπου να κινηθεί, δηλαδή, και να ολοκληρωθεί η διαδικασία της δικαστικής συμπαράστασης, μετά την ενηλικίωση, γι’ αυτόν που θα την είχε ανάγκη, στο άρθρο 1666 § 2 ορίζεται ότι σε δικαστική συμπαράσταση μπορεί να υποβληθεί και ο ανήλικος, αν συντρέχουν οι όροι της, κατά το τελευταίο έτος της ανηλικότητας. Για την περίπτωση αυτή στο ίδιο άρθρο προβλέπεται, πάντως, και αυτό που είναι λογικό και αναμενόμενο: Ότι τα αποτελέσματα της δικαστικής συμπαράστασης αρχίζουν αφού ενηλικιωθεί ο ανήλικος, οπότε δηλαδή, και μόνο, οι γονείς ή ο επίτροπος παραχωρούν τη θέση τους στο δικαστικό συμπαραστάτη.
(Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, 1. Γενικά, σε: Οικογενειακό Δίκαιο, τόμ. 2, 7η έκδ., 2018, σ. 534-535, Sakkoulas-Online.gr).
Απαραίτητα Δικαιολογητικά αίτησης δικαστικής συμπαράστασης
α) αντίγραφα των αστυνομικών ταυτοτήτων ή άλλων δημοσίων νομιμοποιητικών εγγράφων του αιτούντος και των μελών του 3μελούς ή 5μελούς εποπτικού συμβουλίου.
β) ΙΑΤΡΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ, κυρίως κρατικά, δημόσια, πιστοποιητικά, ΕΓΓΡΑΦΑ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ, ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΕΙΣ
γ) Έγγραφο ή απόφαση Πρόνοιας καταβολής (αναπηρικού) επιδόματος ή σύνταξης.
δ) Αντίγραφο της Απόφασης αναπηρίας από ΙΚΑ ή από άλλο δημόσιο ασφαλιστικό φορέα, όπου και φαίνεται το ποσοστό αναπηρίας ή η ασθένεια.
ε) Πιστοποιητικό Οικογενειακής Κατάστασης αιτούντος και ασθενούς, για να προκύπτει η σχέση των.
στ) Αντίγραφο του βιβλιαρίου της οικονομικής ενίσχυσης του παθόντος.
ΑΡΜΟΔΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Το αρμόδιο δικαστήριο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της κατοικίας ή της συνήθους διαμονής του ασθενούς – συμπαραστατέου, το οποίο δικάζει με την διαδικασία της Εκουσίας Δικαιοδοσίας.
ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ: Απαιτείται η έγκαιρη επίδοση με δικαστικό επιμελητή αντιγράφου της αίτησης δικαστικής συμπαράστασης στον ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ του Πρωτοδικείου, στην κατά τόπο αρμόδια Κοινωνική Υπηρεσία και στον ασθενή – συμπαραστατέο (συνήθως γίνεται θυροκόλληση σε περιπτώσεις βαριάς αναπηρίας, ή επιδίδεται σε κάποιο σύνοικο που δεν είναι ο αιτών ή στην υπηρέτρια ή στην αποκλειστική νοσοκόμα του ασθενούς ή επίδοση στον Διευθυντή της Κλινικής ή του Νοσοκομείου, εάν νοσηλεύεται ο πάσχων).