Από τη διάταξη του άρθρου 1400 παρ. 1 του ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του Ν. 1329/1983, σε συνδυασμό με το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής συμμετοχής στα αποκτήματα είναι:
α) η λύση του γάμου ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διαστάσεων των συζύγων,
β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου και
γ) η συμβολή του ενάγοντος συζύγου στην αύξηση, με οποιοδήποτε τρόπο, της περιουσίας του υπόχρεου.
Ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννιέται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενα σε τιμές του χρόνου ασκήσεως της αγωγής, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγομένης σε τιμές του χρόνου που γεννήθηκε η αξίωση, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα.
Για το ορισμένο άρα της αγωγής πρέπει να προσδιορίζονται στο δικόγραφο, εκτός από τα κατά τη διάταξη κρίσιμα χρονικά σημεία, η πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου, που συνιστά το απόκτημα με την ευρύτερη έννοια του όρου (θετική ή αρνητική με την αποφυγή μείωσης) και περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν, περαιτέρω δε η έκταση, καθώς και το είδος της συμβολής του δικαιούχου στην αύξηση αυτή με οποιοδήποτε τρόπο.
Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου, ώστε, από τη σύγκριση αυτής στο χρονικό σημείο της τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία) πρέπει να προκύπτει αύξηση.
Στη σχετική αγωγή είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται το είδος της συμβολής, η αξία της και ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτής με την αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου. Η συμβολή δε του δικαιούχου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών. Έτσι είναι αναγκαία η χρηματική αποτίμηση στην αγωγή των υπηρεσιών αυτών, μόνο κατά το μέρος που αυτές υπερβαίνουν το μέτρο το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες. Πιο συγκεκριμένα, δεν αρκεί μόνον η αναφορά του ποσού που συνεισέφερε ο ενάγων και η εν χρήμα αποτίμηση των παραπάνω υπηρεσιών, αλλά πρέπει να καθορίζεται στο αγωγικό δικόγραφο και το ποσό το οποίο όφειλε αυτός, με βάση τις δυνάμεις του, να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών (άρθρο 1389 του ΑΚ), αφού οι χρηματικές παροχές και οι υπηρεσίες του, μόνον κατά το μέρος που υπερβαίνουν το ποσό της οφειλόμενης συνεισφοράς του, συνιστούν συμβολή στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου συζύγου και παρέχουν δικαίωμα αποδόσεως και όχι στο σύνολο τους.
Όταν όμως ζητείται η επιδίκαση του τεκμαιρομένου ποσοστού (1/3) των αποκτημάτων, ο ενάγων θα δικαιούται το ένα τρίτο από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί και αποδείξει οποιαδήποτε συμβολή του στην αύξηση αυτή, υπό την προϋπόθεση βέβαια της επικλήσεως και αποδείξεως τέτοιας αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου. Εξ άλλου ο εναγόμενος, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να προβάλλει μεταξύ άλλων, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει καμία συμβολή. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, εν όψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής της συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, συνιστά ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση (ΑΠ 460/2009, ΑΠ 486/2009, ΑΠ 546/2009, ΑΠ 852/2009, ΑΠ 1889/2007, ΑΠ 1418/2004, ΑΠ 1740/2002, ΑΠ 252/2002, ΑΠ 1658/2001, ΑΠ 926/2000, ΑΠ 1478/2000, ΑΠ 76/1997 οπ., ΕΑ. 2571/91 ΕλΔ 33 166, ΕΑ 6526/91 ΕλΔ 33 164, ΕΠ 1965/88 ΕλΔ 31 1487, Γ. Ν. Διαμαντόπουλο, Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου από τη σκοπιά του δικονομικού δικαίου, ΕλΔ 34 501 επ.). Εξάλλου, η ελλιπής ή ασαφής έκθεση των περιστατικών που κατά νόμο απαιτούνται για να είναι ορισμένη η αγωγή, η πραγματική, δηλαδή, και μάλιστα ποσοτική αοριστία της αγωγής συνεπάγεται ακυρότητα αυτής (ΑΠ 1490/06 ΕλΔ 47 1355). Τέλος, γίνεται δεκτό ότι η επίκληση του τεκμαρτού υπολογισμού ενυπάρχει στον ισχυρισμό περί του πραγματικού (ΕΑ 6526/91 ΕλΔ 33 165).