Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 3869/2010:
«2. Αν ο οφειλέτης καθυστερεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από τη ρύθμιση οφειλών, με συνέπεια το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβαίνει αθροιστικώς την αξία τριών (3) μηνιαίων δόσεων, διαδοχικών ή μη, ο θιγόμενος πιστωτής μπορεί να επιδώσει στον οφειλέτη εξώδικη όχληση με την οποία τον καλεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών. Αν ο οφειλέτης δεν συμμορφωθεί προσηκόντως, εκπίπτει αυτοδικαίως από τη ρύθμιση έναντι όλων των πιστωτών από την ημέρα που ο θιγόμενος πιστωτής επιδώσει σχετική δήλωση στους υπόλοιπους πιστωτές, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταθέσει σχετικό σημείωμα με ενσωματωμένη την ανωτέρω αναφερόμενη εξώδικη όχληση στο φάκελο που τηρείται στο αρμόδιο δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το Ειρηνοδικείο την ανατροπή της έκπτωσής του αν αποδεικνύει ότι η μη καταβολή των δόσεων οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας, μη δυνάμενο να αντιμετωπιστεί με αίτηση μεταρρύθμισης της απόφασης ή ότι ο θιγόμενος πιστωτής άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμα της παρούσας παραγράφου.
Σημ.: Η παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.2 άρθρου 64 Ν.4549/2018, ΦΕΚ Α 105/14.6.2018. Κατά την παρ.15 του άρθρου 68 του αυτού νόμου: «15. Η παράγραφος 2 του άρθρου 64 εφαρμόζεται και σε υποθέσεις, επί των οποίων δημοσιεύθηκε απόφαση πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, με την προϋπόθεση ότι: α) η όχληση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 3869/2010 επιδίδεται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, β) δεν έχει ήδη εκδοθεί απόφαση έκπτωσης του οφειλέτη. Εκκρεμείς αιτήσεις έκπτωσης του οφειλέτη κρίνονται κατά τις ουσιαστικές διατάξεις του παρόντος ».
Κατά δε την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4549/2018 που τροποποίησε το Ν.3869/2010: «Με την παράγραφο 1 καθίσταται προαιρετική πλέον η απόφαση του Ειρηνοδικείου που πιστοποιεί την απαλλαγή του οφειλέτη. Έτσι απαλλάσσεται ο οφειλέτης από μία διαδικασία, η οποία συνεπάγεται δαπάνες γι’ αυτόν, αλλά και αποφορτίζονται τα Ειρηνοδικεία από περιττές δίκες. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, η απαλλαγή του οφειλέτη επέρχεται αυτοδικαίως με την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεών του από την απόφαση ρύθμισης οφειλών, χωρίς να απαιτείται κάποια πρόσθετη διαδικασία. Διατηρείται πάντως το δικαίωμα του οφειλέτη να ζητήσει την έκδοση απόφασης που θα βεβαιώνει την απαλλαγή του, αν επιθυμεί μία πρόσθετη διασφάλισή του. Η ρύθμιση της παραγράφου 2 είναι συναφής με την προτεινόμενη ρύθμιση της παραγράφου 3 του άρθρου 59. Όσα λοιπόν αναφέρονται προς αιτιολόγηση τις ανωτέρω διάταξης ισχύει και για το παρόν άρθρο mutatis mutandis. Επισημαίνεται μόνο ότι σκοπίμως δεν προτείνεται για την έκπτωση από τη ρύθμιση διάταξη παρόμοια με την παράγραφο 4 του άρθρου 59 (έκπτωση λόγω συστηματικής παράβασης της δικαστικής ρύθμισης), αφού η έκπτωση από ρύθμιση δυνάμει οριστικής απόφασης είναι πολύ σοβαρότερη από την παύση ισχύος μιας προσωρινής διαταγής και επομένως επιβάλλεται να έχει αυστηρότερες προϋποθέσεις».
Σύμφωνα δε με την αιτιολογική ως άνω έκθεση για το άρθρο 59 παρ. 3: «Με την παράγραφο 3 αντιμετωπίζονται περιπτώσεις οφειλετών, οι οποίοι λαμβάνουν προσωρινή διαταγή, δεν καταβάλλουν όμως τα ποσά που ορίζει η προσωρινή διαταγή, στηριζόμενοι στο ότι η ανάκληση της προσωρινής διαταγής απαιτεί νέα πράξη του δικαστή, την οποία οι θιγόμενοι πιστωτές θα αποθαρρυνθούν να ζητήσουν λόγω κόστους, ιδίως αν το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τη συζήτηση της αίτησης δεν είναι μεγάλο. Προβλέπεται λοιπόν με την προτεινόμενη ρύθμιση ότι με την καθυστέρηση ποσού ίσου με την αξία τριών μηνιαίων δόσεων θα παύει αυτοδικαίως η διαταχθείσα αναστολή, χωρίς να απαιτείται νέα πράξη του δικαστή. Από την άλλη πλευρά, λαμβάνονται ασφαλιστικές δικλείδες τόσο για την προστασία του οφειλέτη όσο και τη διαφύλαξη του συλλογικού χαρακτήρα της διαδικασίας. Συγκεκριμένα, πριν την παύση της αναστολής καλείται ο οφειλέτης να εξοφλήσει τις καθυστερούμενες δόσεις εντός τριάντα ημερών, ώστε να έχει μία ακόμα ευκαιρία να διατηρήσει τη διαταχθείσα αναστολή. Αν δεν συμμορφωθεί, τότε ο θιγόμενος πιστωτής επιδίδει τη σχετική δήλωση σε όλους τους πιστωτές, καθώς θα πρέπει αυτοί να είναι ενήμεροι για τη δυνατότητα λήψης ατομικών μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, ώστε να διαφυλάξουν τα δικαιώματά τους. Η λύση αυτή είναι δίκαιη, όταν ο οφειλέτης σκοπίμως παραλείπει την καταβολή των δόσεων, θα πρέπει όμως να ληφθεί μέριμνα τόσο για την περίπτωση, που η ασυνέπεια του οφειλέτη οφείλεται σε ανωτέρα βία μη δυνάμενη να αντιμετωπιστεί με αίτηση μεταρρύθμισης της προσωρινής διαταγής, όσο και για την περίπτωση, που ο πιστωτής ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά του να προκαλέσει την παύση της αναστολής, π.χ. επειδή άσκησε το δικαίωμά του με μεγάλη καθυστέρηση σε σχέση με την ασυνέπεια του οφειλέτη, εισπράττοντας κανονικά τις δόσεις μεγάλου ενδιάμεσου χρονικού διαστήματος. Για τις περιπτώσεις αυτές προβλέπεται δικαίωμα του οφειλέτη να ζητήσει εκ νέου χορήγηση της προσωρινής διαταγής. Με την παράγραφο 4 καλύπτεται η περίπτωση, που ο οφειλέτης είναι συστηματικά ασυνεπής ως προς την καταβολή των δόσεων της προσωρινής διαταγής, φροντίζει όμως να μην συσσωρεύεται ποτέ οφειλή τριών μηνών. Η περίπτωση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική επίκληση της προσωρινής διαταγής από τον οφειλέτη και χρήζει αντιμετώπισης. Δεδομένου ωστόσο ότι η συστηματικότητα της ασυνέπειας απαιτεί διάγνωση και υποκειμενικών στοιχείων, δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη παύση ισχύος της προσωρινής διαταγής σε αυτήν την περίπτωση, αλλά ανάκλησή της από το δικαστή».
ΣΥΝΕΠΩΣ, τόσο από τη γραμματική όσο και από την τελολογική ερμηνεία του άρθ. 11 παρ. 2 του Ν.3869/2010 και του Ν. 4549/2018 που τροποποίησε το Ν.3869/2010 ως προς το άρθρο της έκπτωσης του οφειλέτη από τη ρύθμιση, προκύπτει ότι ο Νομοθέτης θέλησε να ορίσει σαφώς ένα νομοθετικό πλέγμα προστασίας του οφειλέτη από τις ενέργειες του πιστωτή του ακόμα και στην περίπτωση που επέρχεται αυτοδικαίως η έκπτωση του πρώτου.
Συγκεκριμένα, ο Νομοθέτης παρέχει τη δυνατότητα ανατροπής της επελθούσας έκπτωσης σε 2 περιπτώσεις:
Α) Σε περίπτωση που η μη καταβολή των δόσεων οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας ή
Β) Σε περίπτωση που ο θιγόμενος πιστωτής άσκησε καταχρηστικά το προβλεπόμενο δικαίωμα του για τη διαδικασία της έκπτωσης.