Την 16η Δεκεμβρίου 2010, με την δημοσίευση του Νόμου υπ’ αριθμ. 3898/2010 (ΦΕΚ 211/16.12.2010, τ. Α’), ενσωματώθηκε στη νομοθεσία της χώρας μας η με αρ. 2008/52/ΕΚ Οδηγία της Ε.Ε. περί Διαμεσολάβησης. Με τίτλο «Διαμεσολάβηση σε Αστικές και Εμπορικές Υποθέσεις», ο νέος Νόμος ήλθε να επουλώσει μία ευμεγέθη πληγή, που απορρυθμίζει την λειτουργία των ελληνικών δικαστηρίων τα τελευταία έτη, και αυτή είναι η υπερσυσσώρευση σε αυτά εκκρεμών υποθέσεων αστικού και εμπορικού χαρακτήρα. Πριν αναφερθούμε, ωστόσο, στο τι χρειάζεται να πράξει η ελληνική κοινωνία, για να μην αποτελέσει ο νέος αυτός – πολλά υποσχόμενος – θεσμός, που έχει ήδη εδραιωθεί σε πολλές χώρες του κόσμου, ένα «κενό γράμμα», ας δούμε, εν συντομία, τι είναι η Διαμεσολάβηση και πώς λειτουργεί.
Στη Διαμεσολάβηση υπάγονται υποθέσεις ιδιωτικού (κυρίως αστικού και εμπορικού) δικαίου, με την προϋπόθεση τα ενδιαφερόμενα μέρη να έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς, και είναι μία διαρθρωμένη διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ δύο, ή και περισσότερων μερών, στην οποία προσφεύγουν εκουσίως τα τελευταία, με σκοπό την εξεύρεση μιας κοινώς αποδεκτής και – πρωτίστως – κοινώς συμφέρουσας λύσης. Η εξεύρεση της λύσης αυτής επιτυγχάνεται μέσα από διάλογο και πνεύμα συνεργασίας, το οποίο καλλιεργείται με τη βοήθεια του Διαμεσολαβητή, ενός τρίτου, αμερόληπτου και εξειδικευμένου μέρους, με ρόλο απόλυτα διακριτό από εκείνον τόσο του Δικαστή, όσο και του Διαιτητή. Ο Διαμεσολαβητής, ο οποίος για τις εγχώριες διαφορές πρέπει να έχει την δικηγορική ιδιότητα, κάτι που δεν ισχύει για τις διασυνοριακές διαφορές, δεν θα εκδώσει απόφαση, και δεν θα επιβάλλει στα μέρη την δική του γνώμη, αλλ’ αντιθέτως, μέσα από συγκεκριμένες μεθόδους και τακτικές διαλόγου και δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις αντιδράσεις των μερών, λεκτικές και μη –μεγάλη είναι η σημασία της γλώσσας του σώματος-, θα εντοπίσει τα κρυμμένα συμφέροντά τους, και θα τα οδηγήσει στο να αντιληφθούν και να αποφασίσουν μόνα τους ποια από τις λύσεις που τα ίδια καλούνται να προτείνουν, είναι τελικά η πλέον συμφέρουσα για όλους – η λεγόμενη «win – win» επίλυση του ζητήματος.
Η λύση αυτή αποτυπώνεται, στο τέλος της Διαμεσολάβησης, με λεπτομέρεια και με την τελική επιμέλεια του Διαμεσολαβητή, στο λεγόμενο «Πρακτικό Διαμεσολάβησης» – από την ονομασία και μόνον του οποίου φαίνεται πόση έμφαση δίνει ο νομοθέτης στο να διακρίνει την Διαμεσολάβηση από κάθε έννοια άτυπης δικαστικής διαδικασίας. Το εν λόγω Πρακτικό περιέχει το ονοματεπώνυμο του Διαμεσολαβητή, τον τόπο και τον χρόνο της Διαμεσολάβησης, τα ονοματεπώνυμα όσων έλαβαν μέρος σε αυτήν, την συμφωνία υπαγωγής στην Διαμεσολάβηση – πρόκειται για ένα συμφωνητικό το οποίο υπογράφεται από όλους τους παρευρισκόμενους στην αρχή της διαδικασίας, προκειμένου να διασφαλιστεί το απόρρητο αυτής – και, τέλος, η συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα μέρη.
Στο σημείο αυτό, προκαλείται η εύλογη απορία «αφού ο Διαμεσολαβητής δεν εκδίδει δικαστική απόφαση, πώς θα μπορέσω εγώ, σαν μέρος Διαμεσολάβησης, να διασφαλίσω την εκτέλεση των συμφωνηθέντων;». Καταρχάς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η επιτυχία της Διαμεσολάβησης και η εκτελεστότητα του αποτελέσματός της, είναι έννοιες που δεν ταυτίζονται απαραίτητα. Επιτυχία της Διαμεσολάβησης είναι το να εφαρμοστεί η συμφωνία χωρίς ποτέ να χρειαστεί, νομικά, η διασφάλιση της εκτελεστότητάς της. Για τις περιπτώσεις, ωστόσο, που για οποιονδήποτε λόγο κάτι τέτοιο δεν καθίσταται εφικτό, ο νομοθέτης προβλέπει την κατάθεση του Πρακτικού Διαμεσολάβησης στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο της Περιφέρειας όπου έλαβε χώρα η Διαμεσολάβηση. Από την κατάθεση αυτή, η οποία λαμβάνει χώρα με επιμέλεια του Διαμεσολαβητή, και έπειτα, το Πρακτικό Διαμεσολάβησης καθίσταται και «νόμω εκτελεστό».
Τα θετικά της Διαμεσολάβησης είναι πολλά και αδιαμφισβήτητα. Η διαφορά επιλύεται συντομότερα – καθώς τα μέρη δεν εμπλέκονται σε χρονοβόρες δικαστικές διαμάχες – και με σαφώς, πολύ μικρότερο κόστος. Η διαδικασία διέπεται από απόρρητο, που αίρεται μόνον σε περίπτωση που τα μέρη, οι δικηγόροι τους – οι οποίοι παρίστανται υποχρεωτικά καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας – και ο Διαμεσολαβητής το συμφωνήσουν, ή εφόσον κάτι τέτοιο κρίνεται απαραίτητο για να διασφαλιστεί η εκτελεστότητα της συμφωνίας, ή, φυσικά, η προστασία της ζωής ή της υγείας προσώπου. Η λύση επί της διαφοράς είναι μία λύση κοινώς αποδεκτή και κοινώς συμφέρουσα για όλα τα μέρη, και όχι μία δικαστική απόφαση, που, συνήθως, ωφελεί μόνον την μία εμπλεκόμενη μεριά. Μπορεί το Συμφωνητικό Διαμεσολάβησης να «κλέβει» από μία δικαστική απόφαση το θετικό της εκτελεστότητας, αφήνει όμως πίσω την ανελαστικότητα που διέπει την τελευταία, εξερευνώντας όλους τους πιθανούς τόνους μεταξύ του άσπρου και του μαύρου.
Το μεγάλο διακύβευμα, ωστόσο, από την ουσιαστική έναρξη της εφαρμογής του Νόμου 3898/2010, η οποία είναι πλέον προ των πυλών, είναι το κατά πόσο η ελληνική κοινωνία θα εμπιστευτεί τον νέο αυτό θεσμό, καθιστώντας τον αναπόσπαστο μέρος της κουλτούρας της, ή θα θεωρήσει ότι πάσα επίλυση έξωθεν των Δικαστικών αιθουσών είναι άσκοπη καθυστέρηση. Αυτό που – κυρίως – πρέπει να αντιληφθεί μία αμύητη στη Διαμεσολάβηση κοινωνία, είναι πως η νέα αυτή διαδικασία δεν απεκδύει το άτομο από τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής για την επίλυση της διαφοράς του με το άλλο μέρος, εφόσονη διαμεσολάβηση αποτύχει. Αντιθέτως, του προσφέρει έναν εναλλακτικό, ταχύτερο, υγιέστερο και οικονομικότερο τρόπο να επιτύχει πολλά παραπάνω και να φτάσει σε ένα βέλτιστο αποτέλεσμα.
Αρετή Ν. Περδικομάτη Δικηγόρος Αθηνών, Διαμεσολαβήτρια, μέλος του Μητρώου Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών του Υπουργείου Δικαιοσύνης Μιχαήλ Ι. Κούβαρης Δικηγόρος Αθηνών, Διαμεσολαβητής, μέλος του Μητρώου Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών του Υπουργείου Δικαιοσύνης