Η παρούσα με αριθμό 350/2024 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά (δείτε το πλήρες κείμενο ΕΔΩ), δικάζοντας με τη διαδικασία του Ν. 3869/2010, κάνει δεκτή την αίτηση ερμηνείας αρ. 316 Κ.Π.Δ. επ σε απόφαση Ν. 3869/2010 – Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά – εντολέως μας, σε υπόθεση που χειρίστηκε το γραφείο μας.
Η απόφαση παρουσιάζει ιδιαίτερο νομολογιακό ενδιαφέρον καθώς ασχολείται εκτενώς
- με το ζήτημα του τρόπου υπολογισμού του επιτοκίου της ρύθμισης του αρ. 9 παρ. 2 ν. 3869/2010 για την προστασία της κύριας κατοικίας του αιτούντος δανειολήπτη, εμπλουτίζοντας τη νομολογία που επιβάλλει τον εκτοκισμό επί της μηνιαίας δόσης και όχι επί του συνολικού κεφαλαίου της ρύθμισης του αρ. 9 παρ. 2 ν. 3869/2010 για την προστασία της κύριας κατοικίας της αιτούσας δανειολήπτριας
αναφέροντας επί λέξει:
“η καταβολή των παραπάνω δόσεων θα γίνεται εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο αποπληρωμής σύμφωνε με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του τόκου υπολογιζόμενου επί του ποσού της ανωτέρω ορισθείσας δόσης.”
Για τη νομική τεκμηρίωση δε της επιλογής αυτής αναφέρει επί λέξει :
“Σύµφωνα µε το άρθρο 316 ΚΠολΔ, αν η απόφαση είναι διατυπωµένη µε τρόπο που γεννά αμφιβολίες ή είναι ασαφής, το Δικαστήριο που έχει εκδώσει µπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος, να την ερµηνεύσει με νέα απόφαση, έτσι που η έννοιά της να γίνει αναμφίβολη, η ερμηνεία, όμως, δεν µπορεί ποτέ να αλλάξει το διατακτικό της αποφάσεως που ερμηνεύεται. Όπως προκύπτει από τη διάταξη αυτή, η ερµηνεία γίνεται από το ίδιο Δικαστήριο που έχει εκδώσει την αρχική απόφαση και με την ίδια διαδικασία, χωρίς χρονικό περιορισµό και μόνον ύστερα από αίτηµα διαδίκου και όχι αυτεπάγγελτα. Η ερμηνεία αποβλέπει στην αποκατάσταση του αληθινού νοήµατος της αποφάσεως, εφόσον αυτό δεν είναι κατανοητό από τους διαδίκους για το λόγο ότι η διατύπωση είναι ασαφής ή αµφίβολη και, έτσι, με την ερμηνεία αίρονται οι ασάφειες και οι αοριστίες της διατυπώσεως των σχετικών σημείων της αποφάσεως µε την επεξήγηση της αληθούς έννοιας και την αποκατάσταση του ακριβούς νοήματος αυτών. Αμφίβολο, κατ’ αρχήν. Θεωρείται το νόηµα της αποφάσεως, όταν η λεκτική διατύπωση, λόγω των όρων που χρησιµοποιήθηκαν, οδηγεί σε διάφορες ερμηνευτικές εκδοχές, ενώ η ασάφεια της αποφάσεως πρέπει να είναι τέτοια ώστε να δυσχεραίνεται ή να καθίσταται αδύνατη η κατανόηση αυτής ή η εκτέλεσή της ή και η οριοθέτηση του ουσιαστικού δεδικασµένου που απορρέει από αυτή. Το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εισάγεται η αίτηση ερµηνείας δικαστικής αποφάσεως, Θα εξετάσει, σε πρώτη φάση, αν πράγματι η απόφαση είναι ασαφής, αόριστη και µε αµφίβολο νόημα. Μόνο τότε, ήτοι, αν διαγνωστεί ότι η απόφαση δεν είναι «σαφής» αλλά έχει ανάγκη ερμηνείας, θα προχωρήσει στην ερμηνεία της αποφάσεως, αναζητώντας την αληθινή βούληση του δικαστή (και όχι το νόηµα της αποφάσεως καθ’ εαυτό), λαμβάνοντας υπόψη, εφόσον είναι αναγκαίο, και τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η ερμηνευόμενη απόφαση (αγωγή, προτάσεις και λοιπά δικόγραφα της δίκης εκείνης). Δεν ερευνάται, δηλαδή, πώς θα ήταν ορθό να αποφανθεί το Δικαστήριο κατά τη δίκη εκείνη, αλλά πώς πράγματι αποφάνθηκε. Νοµικές ή ουσιαστικές πληµµέλειες της αποφάσεως δεν είναι δυνατό να καλυφθούν µε τη μέθοδο της ερµηνείας και, συνεπώς, δεν επιτρέπεται, κατά την ερμηνεία, η επανεκτίµηση των αποδείξεων που είχαν διεξαχθεί τότε, ούτε το Δικαστήριο έχει εξουσία, µε ερμηνεία ή προσθήκη νέας διατάξεως, να αλλοιώσει την ουσία της αποφάσεως και την έννοια αυτής, ούτε να συμπληρώσει παραλείψεις σε αιτήματα που υποβλήθηκαν από τους διαδίκους, διότι αυτό αντίκειται στους κανόνες του δεδικασμένου. Το Δικαστήριο, κατά την ερµηνεία της αποφάσεως του, περιορίζεται στην επεξήγηση της αληθινής έννοιας της, ήτοι στον καθορισµό των αόριστων και στην αποσαφήνιση των ασαφών σηµείων του διατακτικού της ή και των αιτιολογιών της, όταν οι τελευταίες επέχουν θέση διατακτικού, χωρίς, όμως, να αλλάξει το διατακτικό της αποφάσεως του (ΑΠ 1735/2014, ΑΠ 1235/2014). Επισημαίνεται ότι κατά το συνδυασµό των προαναφερόµενων διατάξεων των άρθρων 315 και 316 ΚΠολΔ προκύπτει ότι όπου χωρεί διόρθωση δικαστικής αποφάσεως, δεν χωρεί ερμηνεία αυτής και αντίστροφα (ΑΠ 1 359|2017). Κατά την ερµηνεία, τέλος, αναζητείται η βούληση των δικαστών, που εξέδωσαν την ερµηνευόμενη απόφαση, με βάση τα στοιχεία γενικά της δίκης (ΑΠ 1479/2019, ΑΠ 962|2Ο17, ΑΠ 75/2017).
Περαιτέρω, η συζήτηση της αίτησης διόρθωσης ή ερμηνείας γίνεται, αφού κληθούν οκτώ τουλάχιστον ηµέρες πριν τη συζήτηση, στην οποία δεν υπολογίζεται η ημέρα επίδοσης και η ηµέρα της δικασίµου (ΑΠ 502/2012 ΤΝΠ Νόμος), όλοι οι διάδικοι, που αναφέρονται στην απόφαση (άρθρο 318 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί ειδική εφαρµογή της αρχής της «εκατέρωθεν ακροάσεως», πρόδηλο έχει σκοπό την προστασία των συµφερόντων των διαδίκων, οι οποίοι µετείχαν στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η άνω απόφαση και στους οποίους πρέπει να δίδεται η ευχέρεια να διατυπώσουν προσηκόντως και νομοτύπως τις απόψεις τους περί του θέματος της διόρθωσης ή ερµηνείας.
Έτσι, σε κάθε περίπτωση, αν οι µη κληθέντες και µη παραστάντες διάδικοι της αρχικής δίκης δεν έχουν άµεσο ή έµµεσο έννομο συμφέρον να εναντιωθούν στη διωκόµενη διόρθωση της απόφασης, δεν πρέπει να αναβάλλεται η συζήτηση για να κληθούν οι διάδικοι της υπό διόρθωση απόφασης και η συζήτηση προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (ΑΠ 1856/1999, ό.π., ΕφΠειρ 26|2013 ΠειρΝ 2013.145), χωρίς να ορίζονται παράβολο και έξοδα ερηµοδικίας, δεδοµένου ότι δεν επιτρέπεται κατά της απόφασης αυτής ανακοπή ερηµοδικίας (άρθρο 319 ΚΠολΔ, βλ. και ΕφΑθ 1378/1978 ΑρχΝ 29.252, ΠΠρΑΘ 20412010 και ΠΠρΑθ 184/2020 δημ. στην ΤΝΠ Νόµος).
Περαιτέρω, σύµφωνα µε την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3869/2010 «η εισοδηµατική στενότητα, τα υψηλά επιτόκια στο χώρο ιδίως της καταναλωτικής πίστης, οι επιθετικές πρακτικές προώθησης των πιστώσεων, ατυχείς προγραµµατισµοί, απρόβλεπτα γεγονότα στη ζωή των δανειοληπτών (απώλεια εργασίας κ.α.), αποτέλεσαν παράγοντες που, δρώντας υπό την απουσία θεσμών συμβουλευτικής υποστήριξης των καταναλωτών σε θέματα υπερχρέωσης, συνέβαλαν ανενόχλητα στην αυξανόµενη υπερχρέωση νοικοκυριών που, αδυνατώντας εν συνεχεία να αποπληρώσουν τα χρέη τους, υπέστησαν και υφίστανται,,τις αλυσιδωτά επερχόµενες καταστροφικές συνέπειές της. Σηµαντικό µέρος των πολιτών έχει οδηγηθεί σήμερα στη περιθωριοποίηση, καθώς, μη διαθέτοντας σοβαρή αγοραστική δύναμη και δυνατότητα απεγκλωβισμου΄ από την υπερχρέωση, δεν είναι σε Θέση να σχεδιάσει τη συμμετοχή του στην οικονοµική και κοινωνική ζωή. Η υπερχρέωση αναδεικνύεται πλέον ως ε΄να από τα µεγαλύτερα κοινωνικά προβλήµατα και στη χώρα μας και ως σύγχρονο κοινωνικό κράτος δικαίου έχουμε καθήκον να αντιμετωπίσουμε. Κανείς δεν μπορεί πια να αγνοεί την αδήριτη ανάγκη να δοθεί η πραγματική δυνατότητα στους υπερχρεωμένους καταναλωτές και επαγγελματίες να πραγµατοποιήσουν πλέον ένα νέο οικονομικό ξεκίνημα στη ζωή τους… Η δυνατότητα της ρύθμισης, για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του, με απαλλαγή από αυτά βρίσκει τη νομιµοποίησή της ευθέως στο ίδιο το κοινωνικό κράτος δικαίου που επιτάσσει να µην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Μία τέτοια απαλλαγή χρεών δεν παύει όµως να εξυπηρετεί και ευρύτερα το γενικό συμφέρον, καθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα. …στόχος των εν λόγω διατάξεων είναι η επανένταξη του υπερχρεωµένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονοµικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει. Η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών αποβλέπει εν προκειµένω στη δυνατότητα µίας δεύτερης ευκαιρίας στο υπερχρεωµένο φυσικό πρόσωπο για ένα νέο οικονομικό ξεκίνημα, χωρίς τα ανυπέρβλητα βάρη του παρελθόντος, µε τη δυνατότητα απαλλαγής από υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, εφόσον για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα εξαντλήσει τις δυνατότητες ικανοποίησης των πιστωτω’ν του. Η (µερική έστω) ικανοποίηση των πιστωτών από το εισόδημα του οφειλέτη για μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο προβάλλει ως δοκιμασία και επίδοση του οφειλέτη προκειµένου να επιτύχει με το πέρας αυτής το ευεργετικό αποτέλεσµα της απαλλαγής των χρεών.
Το νοµοσχέδιο δίνει μία ρεαλιστική προοπτική απεγκλωβισμού από τα χρέη σε όλους τους υπερχρεωμένους πολίτες. Διασφαλίζει στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά που θα θελήσουν να αξιοποιήσουν τις ρυθµίσεις του σχεδίου νόµου ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής διαβίωσης. Με μία πρωτοποριακή ρύθμιση λαμβάνει ιδιαίτερη µέριµνα για τη διατήρηση και προστασία της κύριας κατοικίας των οφειλετών, αφού επιτρέπει σε αυτούς να την εξαιρέσουν από την ρευστοποίηση της περιουσίας τους. Τούτο δε υπό όρους και διαδικασίες που δεν θίγουν τα συµφέροντα των πιστωτών.
Εντούτοις, από την προσεκτική επισκόπηση του διατακτικου’ της εν λόγω απόφασης, διαπιστώνεται ότι η διατυ΄πωση΄ του αναφέρεται σε καταβολή µηνιαίων δόσεων του προαναφερθέντος ποσού και συγκεκριµένα, «το ποσό των τετρακοσίων σαράντα έξι (53.555 € δια 100 έτη ή 120 μήνες-“) 446€, ευρώ ανά µήνα, εκάστης καταβολής γενοµένης εντός του πρώτου δεκαημέρου (1Ο/ηµέρου) κάθε µήνα, και δη εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, µε το µέσο επιτόκιο …». Ήτοι, από την ίδια τη διατύπωση του διατακτικού της υπό ερµηνείας απόφασης, συνάγεται ότι ο εκδώσας την ως άνω απόφαση Δικαστής, είχε στο νου του ότι το επιτόκιο θα αφορούσε την ορισθείσα δόση, κατ’ απόκλιση από τα τραπεζικώς ισχύοντα. Και τούτο διότι, ρητά αναφέρεται στο ύψος της µηνιαίας καταβολής, ενώ σε διαφορετική εκδοχή, θα αναφερόταν σε έντοκη καταβολή του κεφαλαίου και θα κατέλιπε αρρύθμιστο το ύψος των µηνιαίων καταβολών, ώστε να υπολογισθεί από τις δικαιούχους πιστώτριες.
Σηµειωτέον δε, ότι ούτε από το σκεπτικό της παραπάνω απόφασης προκύπτει το αντίθετο. Δέον στο παρόν σηµείο να παρατηρηθούν τα εξής: Αναμφισβήτητα, βασικός στόχος του Ν. 3869/2010 ήταν η διάσωση της κύριας κατοικίας του υπερχρεωμένου δανειολήπτη, όπου αυτή υφίσταται. Δοθέντος ότι ο Νομοθέτης ρητώς πλέον ορίζει ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το µέγιστο της δυνατότητας αποπληρωµής του, η οριζόµενη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 αποτελεί την οροφή και όχι τη βάση υπολογισμού. Αντίθετη ερµηνεία θα είχε ως αποτέλεσµα τον εκ νέου εγκλωβισµό του υπερχρεωμένου δανειολήπτη σε µία κατάσταση, απ’ όπου δεν θα µπορούσε να απεγκλωβιστεί, µε την καταβολή υπέρμετρων δόσεων πέραν των οικονοµικών του δυνατοτήτων και καταστρατηγώντας το σκοπό και το πνεύμα του Νόµου. Επιπλέον, η επιλογή της εκουσίας ως δικαιοδοσίας, µε το ευρύ ρυθμιστικό της πεδίο και τις πέραν του συζητητικού συστήματος εξουσίες που παρέχει στον δικάζοντα, σαφώς υποδηλώνει ότι αποµακρυνόμαστε έστω έως ένα βαθµό από την τραπεζική ορολογία µε τη στενή έννοια. Αλλά και ο ίδιος ο Νόμος αναφέρει ότι οι μη εμπραγμάτως εξασφαλισμένες οφειλές σταµατούν να εκτοκίζονται, πράγµα που δεν συνάδει με τα τραπεζικώς ισχύοντα. Θα πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι ο Νομοθέτης, ορίζοντας το ανωτέρω αναφερόµενο επιτόκιο ουσιαστικά είχε υπόψη του τη µεταβαλλόµενη σε βάθος χρόνου αξία του χρήµατος, ήτοι την αξία που θα είχε η ορισθείσα μηνιαία δόση στο πέρασμα των ετών, κατά τα οποία διαρκεί η υποχρέωση καταβολής του άρθρ. 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010, ανάλογα με την περίπτωση.
Ως εκ τούτου, και λαμβανοµένου υπόψη του γενικότερου σκοπού του Ν. 3869/2010, όπως αυτός αποτυπώνεται ρητά στην αιτιολογική του έκθεση (βλ. ανωτέρω), ο οποίος είναι πρωτίστως η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονοµική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονοµικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει, θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι το επιτόκιο θα υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο, διότι μόνο έτσι εξυπηρετείται ο παραπάνω σκοπός του Νόμου.
Επισημαίνεται στο σηµείο αυτό ότι οι μηνιαίες καταβολές της αιτούσας. που καθορίσθηκαν µε την υπό ερµηνεία απόφαση προκειμένου να εξαιρεθεί το η κύρια κατοικία της αιτούσας από την εκποίηση, συνιστούν δικαστική ρύθµιση, αντιθέτως, δεν πρόκειται για χορήγηση νέου δανείου από τις δικαιούχους πιστώτριές της, που θα εξοφληθεί µε τοκοχρεωλυτικές δόσεις, καθόσον τοιούτο συμπέρασμα δεν προκύπτει ούτε από το γράμμα του Νόµου, αλλά ούτε και από το σκοπό του. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο, κατά την ερμηνεία της απόφασης, περιορίζεται στην επεξήγηση της αληθινής έννοιας της, χωρίς, όµως, να µεταβάλει το διατακτικό της απόφασης.
Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται ούτε από την επικαλούµενη από τη δεύτερη καθ’ ης εφαρµογή περί του προσδιορισμού και της κατανοµής της µηνιαίας δόσης, αναρτημένης στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, καθόσον δεν είναι δυνατή η τροποποίηση του Νόμου διά µιας εφαρµογής αναρτηµένης στην ιστοσελίδα του Υπουργείου, την οποία (εφαρµογή) προδήλως δεν έλαβε υπόψη του ο εκδώσας την υπό ερµηνεία απόφαση Δικαστής κατά το έτος 2021.
Κατόπιν των ανωτέρω αναφεροµένων δε, καθίσταται σαφές ότι ο εκτοκισµός της οφειλής με βάση υπολογισµού το σύνολο του οφειλόµενου ποσού συνιστά αλλοίωση της ουσίας της υπό ερµηνεία απόφασης, που δεν επιτρέπεται κατά την παρούσα δίκη, ήτοι κατά την εξέταση της υπό κρίση αίτησης περί ερµηνείας της προρρηθείσας απόφασης.
Κατ’ ακολουθίαν, η κρινόµενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να ερμηνευθεί η υπ’ αριθμ. ……………… απόφαση, ως προς τον τρόπο εκτοκισμού της καταβλητέας για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της αιτούσας μηνιαίας δόσης, όπως καθορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας και να διαταχθεί η σημείωση, κατ’ άρθρο 320 ΚΠολΔ, της παρούσας ερμηνευτικής απόφασης στο πρωτότυπο της απόφασης,
Την υπόθεση χειρίστηκε
ο Δικηγόρος Αθηνών, Μιχαήλ Ι. Κούβαρης
350_2024_Eir_Peiraia