Η παρούσα με αριθμό 12/2023 απόφαση (δείτε το πλήρες κείμενο εδώ) του Ειρηνοδικείου Αθηνών έκρινε, δικάζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ότι πιθανολογείται η ευδοκίμηση έφεσης επί πρωτόδικης απόφασης που είχε απορρίψει την αίτηση υπαγωγής οφειλέτη στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, λόγω ενδεχόμενου δόλου κατά το χρόνο ανάληψης του δανεισμού, διατάσσοντας παράλληλα την αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης και δη πλειστηριασμού κατά της κατοικίας του μέχρι και την έκδοση οριστικής απόφασης επί της εκκρεμούσης εφέσεως.
Η απόφαση συντάσσεται πλήρως με το ελάχιστο περιεχόμενο της ένστασης δόλου, όπως αυτό καθορίστηκε με τις πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου (59/2021, 1174/2019, 515/2018, 156/2018).
Στη μείζονα σκέψη της αναφέρει επί λέξει : “…Υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο, όμως, οι προβληθείσες ως άνω ενστάσεις είναι απαράδεκτες, λόγω αοριστίας, διότι οι ως άνω εφεσίβλητες πιστώτριες τράπεζες, οι οποίες είχαν, κατά το νόμο, το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως του δόλου του οφειλέτη, παραλείπουν, κατά την προβολή της ενστάσεως τους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, να αναφέρουν: α) το αρχικό και τελικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που ο οφειλέτης συμφώνησε να λάβει, β) το χρόνο που τα συμφώνησε και τα έλαβε, γ) τα εισοδήματα του κατά το χρόνο λήψεως των δανείων, δ) τη μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλει, ε) τα έξοδα διαβιώσεως του και κυρίως τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών (ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες), ώστε με βάση τα δεδομένα αυτά να καταστεί δυνατόν να κριθεί αν πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Ούτε επίσης αναφέρονται μεταγενέστερα περιστατικά, τα οποία συγκροτούν δική του υπαιτιότητα για την περιέλευσή του σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών, περιστατικά δηλαδή τέτοια τα οποία συνετέλεσαν στο να οδηγηθεί σε αυτή την κατάσταση, τα οποία γνώριζε ή μπορούσε να προβλέψει (Μον. Πρωτ. Αθηνών 6703/2018 αδήμ)”.