fbpx
Σκουφά 41, Κολωνάκι, 1ος όροφος, ΤΚ 10673
: 21.0724.7754 - : 69.4698.0382 - 21 1770 6607
Menu

Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ΑΝΤΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΤΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ (άρθρο 62 παρ. 3 και 5 του Ν. 4549/2018 και 9 παρ. 2, 2Α και 2Β του Ν. 3869/2010 και 68 παρ. 11 των μεταβατικών διατάξεων)

Oι παράγραφοι 3 και 5 του άρθρου 62: «Η παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής: 3. Μετά την παράγραφο 2 του άρθρου 9 προστίθενται παράγραφοι 2α και 2β ως εξής: «2α. Για την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2, οποιοσδήποτε διάδικος μπορεί να ζητήσει να ληφθεί υπόψη η εμπορική και όχι η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας του οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο διορίζει ως πραγματογνώμονα πιστοποιημένο εκτιμητή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο περιλαμβάνεται στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών της Διεύθυνσης Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών. Τα έξοδα της πραγματογνωμοσύνης βαρύνουν το διάδικο που τη ζητεί. Το αίτημα για διορισμό πραγματογνώμονα είναι απαράδεκτο, αν δεν υποβάλλεται είτε με την αίτηση είτε με αυτοτελές δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται τουλάχιστον έξι (6) μήνες πριν την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης. Αν το αίτημα υποβληθεί με την αίτηση, ο Ειρηνοδίκης διορίζει πραγματογνώμονα κατά την ημέρα επικύρωσης. Αν υποβληθεί με αυτοτελές δικόγραφο, ο πραγματογνώμονας διορίζεται με πράξη του αρμόδιου δικαστή, η οποία εκδίδεται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κατάθεσή του, με κλήτευση των διαδίκων πριν από είκοσι τέσσερις (24) ώρες. Δεν απαιτείται διορισμός πραγματογνώμονα αν οποιοσδήποτε διάδικος προσκομίσει έκθεση πιστοποιημένου εκτιμητή του δεύτερου εδαφίου. Αν το δικαστήριο δεν εξαιρέσει την κύρια κατοικία από τη ρευστοποίηση, τότε για τρία (3) έτη από τη δημοσίευση της απόφασης η τιμή πρώτης προσφοράς κατά τον πλειστηριασμό της δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ορίου αξίας για την προστασία της κύριας κατοικίας κατά τη γ΄ περίπτωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2. Αν σε δύο διαδοχικούς πλειστηριασμούς, με τιμή πρώτης προσφοράς ίση με το όριο αξίας για την προστασία της κύριας κατοικίας κατά τη γ΄ περίπτωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2, δεν γίνει κατακύρωση, τότε ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει μεταρρύθμιση της απόφασης για τη δικαστική ρύθμιση των οφειλών του, προκειμένου να εξαιρεθεί η κύρια κατοικία του από τη ρευστοποίηση, εφόσον συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2. Στη δίκη της αίτησης μεταρρύθμισης τεκμαίρεται αμάχητα ότι η εμπορική αξία της κατοικίας είναι κατώτερη του ορίου αξίας για την προστασία της κατά τη γ΄ περίπτωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2, ενώ ο χρονικός περιορισμός της παραγράφου 2 κρίνεται με βάση το χρόνο άσκησης της αρχικής αίτησης» εφαρμόζονται και στις δίκες, που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.”
Η εν λόγω διάταξη προκάλεσε αρχικά αναστάτωση στους νομικούς κύκλους, δεδομένου ότι ήταν αρκετά δυσνόητη, ενώ περιείχε και αρκετά αμφίσημα στοιχεία.
Από τη γραμματική διατύπωση προκύπτει ότι το εν λόγω άρθρο αφορά αιτούντα που διαθέτει κύρια ή μοναδική κατοικία, η οποία όμως δεν πληροί τις προϋποθέσεις προστασίας του νόμου, ήτοι ΔΕΝ έχει αντικειμενική αξία, σύμφωνα με την πράξη διοικητικού προσδιορισμού ΕΝΦΙΑ 2017 ή/και από το προσκομιζόμενο φύλλο υπολογισμού που να είναι εντός των προβλεπόμενων ορίων «…2….γ) η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης δεν υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα χιλιάδες (180.000) ευρώ για τον άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένη κατά σαράντα χιλιάδες ευρώ (40.000) ευρώ για τον έγγαμο οφειλέτη και κατά είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ ανά τέκνο και μέχρι τρία (3) τέκνα …».
Στην περίπτωση αυτή, εφόσον ο αιτών θεωρεί ότι η ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΞΙΑ της υπό διάσωση κατοικίας ευρίσκεται εντός των ορίων προστασίας του νόμου, ως αναλυτικά εκτίθενται ανωτέρω, τότε μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτήν -την εμπορική αξία- προκειμένου να προστατεύσει την κύρια ή μοναδική του κατοικία, εφόσον αυτή -η εμπορική αξία- αποτυπώνεται σε έκθεση πιστοποιημένου εκτιμητή, φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο περιλαμβάνεται στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών της Διεύθυνσης Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών.
Η διάταξη προβλέπει για τη χρήση αυτού του «εργαλείου» κάλυψης των περιπτώσεων προστασίας κατοικιών, που κυρίως ευρίσκονται σε περιοχές με υψηλή τιμή ζώνης και υψηλή αντικειμενική αξία, ενώ η εμπορική τους αξία υπολείπεται της αντικειμενικής.
• Τα έξοδα της πραγματογνωμοσύνης βαρύνουν το διάδικο που τη ζητεί. Εφόσον ο αιτών οφειλέτης αιτείται το διορισμό πραγματογνώμονα, βαρύνεται με τα έξοδα της πραγματογνωμοσύνης. Εφόσον η πιστώτρια τράπεζα αιτείται το διορισμό πραγματογνώμονα, βαρύνεται με τα έξοδα της πραγματογνωμοσύνης.
• Αν το αίτημα υποβληθεί με την αίτηση, ο Ειρηνοδίκης διορίζει πραγματογνώμονα κατά την ημέρα επικύρωσης. Σε περίπτωση, λοιπόν, που ο αιτών οφειλέτης σωρεύει με την αίτηση υπαγωγής και αίτημα διορισμού πραγματογνώμονα, το Δικαστήριο τον διορίζει κατά την ημέρα συζήτησης του προδικαστικού συμβιβασμού, άλλως κατά την ημερομηνία συζήτησης του αιτήματος χορήγησης προσωρινής διαταγής.
• Το αίτημα για διορισμό πραγματογνώμονα είναι απαράδεκτο, αν δεν υποβάλλεται είτε με την αίτηση είτε με αυτοτελές δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται τουλάχιστον έξι (6) μήνες πριν την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης. Σε περίπτωση δηλαδή που ο αιτών δε σωρεύει το αίτημα για διορισμό πραγματογνώμονα, με την αίτηση υπαγωγής, τότε μπορεί να το κάνει αυτό με ξεχωριστό δικόγραφο, του οποίου όμως η κατάθεση δεν μπορεί να λαμβάνει χώρα σε διάστημα μεγαλύτερο των έξι (6) μηνών από την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης. Εδώ φυσικά δε λαμβάνεται υπόψιν το ενδεχόμενο αναβολής της αίτησης. Παράδειγμα: Η κύρια αίτηση του αιτούντος έχει προσδιορισθεί προς εκδίκαση με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας για την 15η-09-2019. Το αίτημα για διορισμό πραγματογνώμονα δεν μπορεί να υποβληθεί μετά την 15η-03-2019, εκτός αν η υπόθεση αναβληθεί οπότε για τη συμπλήρωση του εξαμήνου λαμβάνεται υπόψιν η μετ’ αναβολής δικάσιμος.
• Αν υποβληθεί με αυτοτελές δικόγραφο, ο πραγματογνώμονας διορίζεται με πράξη του αρμόδιου δικαστή, η οποία εκδίδεται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κατάθεσή του, με κλήτευση των διαδίκων πριν από είκοσι τέσσερις (24) ώρες. Σημειώνεται ότι στην περίπτωση αυτή, ο αιτών θα επωμιστεί και τα έξοδα κλήτευσης των λοιπών διαδίκων, γεγονός που καθιστά πιο ελκυστική οικονομικά τη λύση της σώρευσης του αιτήματος διορισμού με την αίτηση, καθώς ουσιαστικά τα έξοδα κλήτευσης των λοιπών διαδίκων γίνονται μία μόνο φορά.
• Δεν απαιτείται διορισμός πραγματογνώμονα αν οποιοσδήποτε διάδικος προσκομίσει έκθεση πιστοποιημένου εκτιμητή του δεύτερου εδαφίου. Ο νόμος ουσιαστικά δίνει και την εναλλακτική –που κυρίως αφορά τον αιτούντα οφειλέτη- να προσκομίσει ο ίδιος έκθεση πιστοποιημένου εκτιμητή, φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο περιλαμβάνεται στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών της Διεύθυνσης Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών. Ο νόμος αναφέρει «οποιοσδήποτε διάδικος» και αυτό ουσιαστικά υπονοεί αφενός ότι ο αιτών οφειλέτης θα προσκομίζει τέτοια έκθεση προς απόδειξη της πλήρωσης των κριτηρίων προστασίας της κύριας κατοικίας του –περίπτωση που η εμπορική αξία είναι εντός ορίων, ενώ η αντικειμενική όχι, αλλά και γενικώς περιπτώσεις που η εμπορική αξία υπολείπεται της αντικειμενικής, οπότε είναι ένα επιπλέον όπλο προς επίτευξη μίας μειωμένης ρύθμισης για το άρθρο 9, αφετέρου οι πιστωτές προς απόδειξη μίας μεγάλης εμπορικής αξίας για την κύρια κατοικία του αιτούντος οφειλέτη, που θα οδηγήσει στην επίτευξη μίας αυξημένης ρύθμισης για το άρθρο 9, άλλως προς ανταπόδειξη της μη πλήρωσης των κριτηρίων προστασίας σε περιπτώσεις που η αντικειμενική αξία είναι εκτός ορίων και ο οφειλέτης ισχυρίζεται πως η εμπορική είναι εντός αυτών.
Από την ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης καθίσταται σαφές ότι:
1. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η προσκόμιση έκθεσης πιστοποιημένου εκτιμητή, φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο περιλαμβάνεται στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών της Διεύθυνσης Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, πέρα από την περίπτωση που η κύρια κατοικία του οφειλέτη δεν πληροί τα κριτήρια προστασίας του νόμου, ως προς την αντικειμενική της αξία.
2. Το Σχέδιο Διευθέτησης Οφειλής, η ρύθμιση του άρθρου 9 του Νόμου γίνεται και πάλι με βάση την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών, ήτοι εκ νέου με τις διάταξεις αναγκαστικής εκτέλεσης του Κ.Πολ.Δ., ήτοι με βάση την ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΞΙΑ του ακινήτου, δίχως να υφίσταται επιλογή μεταξύ εμπορικής ή αντικειμενικής αξίας.

Η δυνατότητα επιλογής της εμπορικής αξίας της υπό διάσωση κατοικίας του οφειλέτη, αποκλειστικά για την πλήρωση των κριτηριών προστασίας –αποκλειστικά τα ανώτατα όρια αξίας αυτής ανά περίπτωση- κρίθηκε επιβεβλημένη από το νομοθέτη και δικαιολογούνται απόλυτα στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4549/2018, η οποία επί λέξει αναφέρει:
«Με την προστιθέµενη παρ. 2α του ν. 3869/2010 εισάγεται µία σηµαντική µεταβολή στις προϋποθέσεις για προστασία της κύριας κατοικίας από τη ρευστοποίηση.
Η ισχύουσα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 εξαρτά την προστασία της κύριας κατοικίας από ένα ανώτατο όριο αντικειµενικής αξίας (180.000 ευρώ, προσαυξανόµενο ανάλογα µε την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη). Η εξάρτηση από την αντικειµενική αξία µπορεί να οδηγήσει σε αδικίες τόσο κατά του οφειλέτη όσο και κατά των πιστωτών, όταν η εµπορική αξία αποκλίνει από την αντικειµενική είτε προς τα κάτω είτε προς τα πάνω. Για το λόγο αυτό δίνεται η δυνατότητα σε οποιονδήποτε διάδικο να ζητήσει η απόφαση του δικαστηρίου για την εξαίρεση ή µη της κύριας κατοικίας να βασιστεί στην εµπορική αξία αυτής. Επειδή το ζήτηµα της προστασίας ή µη της κύριας κατοικίας είναι ιδιαίτερα σηµαντικό, ο προσδιορισµός της εµπορικής αξίας δεν µπορεί να επαφεθεί σε κάθε αποδεικτικό µέσο, αλλά επιβάλλεται η εµπορική αξία να τεκµηριώνεται µε έκθεση πιστοποιηµένου εκτιµητή, εγγεγραµµένου στο οικείο Μητρώο του Υπουργείου Οικονοµικών.
Δεδοµένης της µη επιδίκασης δικαστικής δαπάνης (παρ. 6 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010), είναι επίσης εύλογο η αµοιβή του εκτιµητή να καταβάλλεται από το διάδικο που ζητεί το διορισµό του εκτιµητή ως πραγµατογνώµονα, χωρίς πάντως να θίγονται οι διατάξεις για τη νοµική βοήθεια(ν. 3226/2004, Α΄ 24) ή για το ευεργέτηµα πενίας (άρθρα 194 έως 204 του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας).
Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος σκόπιµης πρόκλησης καθυστερήσεων από διαδίκους, που θα υποβάλλουν το αίτηµα διορισµού πραγµατογνώµονα το πρώτον µε τις προτάσεις, προκαλώντας έτσι την έκδοση µη οριστικής απόφασης, προβλέπεται ότι, αν ο διάδικος δεν προσκοµίζει ήδη έκθεση πιστοποιηµένου εκτιµητή, ο διορισµός πραγµατογνώµονα από το δικαστήριο θα πρέπει να ζητείται είτε µε το δικόγραφο της αίτησης είτε µε αυτοτελές δικόγραφο, το οποίο θα πρέπει να κατατίθεται τουλάχιστον έξι µήνες πριν την ηµεροµηνία συζήτησης.
«Αν το δικαστήριο δεν εξαιρέσει την κύρια κατοικία από τη ρευστοποίηση, τότε για τρία (3) έτη από τη δημοσίευση της απόφασης η τιμή πρώτης προσφοράς κατά τον πλειστηριασμό της δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ορίου αξίας για την προστασία της κύριας κατοικίας κατά τη γ΄ περίπτωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2. Αν σε δύο διαδοχικούς πλειστηριασμούς, με τιμή πρώτης προσφοράς ίση με το όριο αξίας για την προστασία της κύριας κατοικίας κατά τη γ΄ περίπτωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2, δεν γίνει κατακύρωση, τότε ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει μεταρρύθμιση της απόφασης για τη δικαστική ρύθμιση των οφειλών του, προκειμένου να εξαιρεθεί η κύρια κατοικία του από τη ρευστοποίηση, εφόσον συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2. Στη δίκη της αίτησης μεταρρύθμισης τεκμαίρεται αμάχητα ότι η εμπορική αξία της κατοικίας είναι κατώτερη του ορίου αξίας για την προστασία της κατά τη γ΄ περίπτωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2, ενώ ο χρονικός περιορισμός της παραγράφου 2 κρίνεται με βάση το χρόνο άσκησης της αρχικής αίτησης»
Η προστιθέμενη παράγραφος 2α της παρούσας αναθεώρησης διαλαμβάνει περιπτώσεις που το Δικαστήριο μολονότι εξετάζει και δέχεται το σύνολο των προϋποθέσεων υπαγωγής του αιτούντος, θεωρεί ότι η κύρια κατοικία του δεν πρέπει να προστατευθεί δεδομένου ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις προστασίας της και κυρίως τα ανωτέρω όρια αντικειμενικής αξίας ανά περίπτωση, ή και της εμπορικής αξίας εφόσον ο αιτών θεωρεί ότι αυτή είναι κατώτερη της αντικειμενικής. Στην περίπτωση αυτή ορίζεται ότι οι πιστωτές του θα μπορούν μεν να προχωρήσουν σε αναγκαστική εκτέλεση κατά της κύριας κατοικίας του αιτούντος, πλην όμως η τιμή πρώτης προσφοράς κατά τον πλειστηριασμό αυτής, δε δύναται να είναι κατώτερη από τα προβλεπόμενα εκ του νόμου ανώτατα όρια προστασίας, ανά περίπτωση, ήτοι:
• (180.000,00) ευρώ για τον άγαμο οφειλέτη,
• (220.000,00) ευρώ για τον έγγαμο οφειλέτη
• (240.000,00) ευρώ για τον έγγαμο με ένα (1) τέκνο οφειλέτη
• (260.000,00) ευρώ για τον έγγαμο με δύο (2) τέκνα οφειλέτη και
• (280.000,00) ευρώ για τον έγγαμο με τρία (3) τέκνα οφειλέτη.

Στην περίπτωση που οι πιστωτές προβούν σε αναγκαστική εκτέλεση κατά την κύριας κατοικίας του υπαχθέντος οφειλέτη, με τιμή πρώτης προσφοράς τα ανωτέρω, ανά περίπτωση όρια και δύο (2) πλειστηριασμοί, οι οποίοι θα λάβουν χώρα εντός χρονικού διαστήματος τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης, αποβούν άκαρποι, τότε ο οφειλέτης, καίτοι δεν πληρούται το εκ του νόμου προβλεπόμενο όριο προστασίας της κύριας κατοικίας του, θα δύναται να αιτηθεί τη μεταρρύθμιση της αρχικής απόφασης που δέχθηκε μεν την υπαγωγή του στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, απέρριψε δε το αίτημα προστασίας του άρθρου 9 για την κύρια κατοικία, ορίζοντας καταβολές αποκλειστικά για διάστημα 36 μηνών στο πλαίσιο του άρθρου 8 του νόμου. Μάλιστα, η περίπτωση αυτή οφειλέτη δε δεσμεύεται, ως προς το χρονικό σημείο κατάθεσης αίτησης μεταρρύθμισης, από την καταληκτική ημερομηνία της 31ης -12-2018 για την υποβολή αιτήματος προστασίας της κύριας κατοικίας του. Θα μπορεί λοιπόν, να καταθέσει οποτεδήποτε αίτηση μεταρρύθμισης αιτούμενος την προστασία της κύριας κατοικίας του, αρκεί: 1) η αρχική αίτησή του –αυτή που δέχτηκε την υπαγωγή του, αλλά δεν προστάτευσε την κύρια κατοικία του- να κατατέθηκε μέχρι την 31η -12-2018, 2) να συντρέχουν στο πρόσωπό του όλες οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής στις διατάξεις του νόμου και 3) οι πιστωτές του να έχουν ήδη προβεί, εντός χρονικού διαστήματος τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης, σε δύο (2) πλειστηριασμούς της κατοικίας του με τιμή πρώτης προσφοράς τα ανωτέρω ανώτατα όρια και αυτοί να απέβησαν άκαρποι. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο θα προστατεύσει την κατοικία του, δεσμεύεται να δεχθεί ότι η εμπορική αξία αυτής είναι κατώτερη των ανωτέρω ανωτάτων ορίων προστασίας που άλλωστε χρησιμοποιήθηκαν και ως τιμή πρώτης προσφοράς στους δύο (2) πλειστηριασμούς που απέβησαν άκαρποι και θα ορίσει καταβολές στο πλαίσιο του άρθρου 9 του νόμου με γνώμονα και την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του πιστωτή.
Η επιλογή του νομοθέτη να παρεκκλίνει από τις διατάξεις του Κ. Πολ.Δ για τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης κατά κύριας κατοικίας αιτούντος οφειλέτη, που δεν προστατεύθηκε στο πλαίσιο του παρόντος νόμου, για την επόμενη τριετία που άρχεται από τη δημοσίευση της απόφασης, δικαιολογείται στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4549/2018, ως εξής:
Επιπλέον η προστιθέµενη παρ. 2α του ν. 3869/2010 λαµβάνει µέριµνα ώστε να αποτραπεί το ενδεχόµενο να απορρίψει το δικαστήριο το αίτηµα προστασίας της κύριας κατοικίας λόγω υψηλής αξίας αυτής, εν συνεχεία όµως αυτή να ρευστοποιηθεί σε τιµή κατώτερη του ορίου προστασίας της.
Προς το σκοπό αυτό προβλέπεται ότι το όριο αξίας για προστασία της κύριας κατοικίας τίθεται ως ελάχιστη επιτρεπτή τιµή πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασµό της. Ο περιορισµός αυτός ισχύει µόνο για τρία έτη από τη δηµοσίευση της απόφασης, καθώς µετά την πάροδο µεγάλου χρονικού διαστήµατος υπάρχει σοβαρό ενδεχόµενο µεταβολής της αξίας της κατοικίας, η οποία µεταβολή, ως επιγενόµενο περιστατικό, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη αναφορικά µε την τιµή πρώτης προσφοράς, δεν δικαιολογεί όµως αµφισβήτηση της ορθότητας της δικαστικής απόφασης. Αν όµως µέσα στο ανωτέρω χρονικό διάστηµα υπάρξουν δύο άγονοι πλειστηριασµοί µε τιµή πρώτης προσφοράς ίση µε το όριο αξίας για προστασία κύριας κατοικίας, τότε είναι προφανές ότι το δικαστήριο εσφαλµένα αρνήθηκε λόγω υψηλής αξίας την προστασία της. Σε αυτήν την περίπτωση είναι εύλογο η απόφαση να µεταρρυθµιστεί και το δικαστήριο να διατάξει την προστασία της, εφόσον φυσικά συντρέχουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9, δεσµευόµενο ως προς την εµπορική αξία από το γεγονός των δύο άγονων πλειστηριασµών. Η αίτηση µεταρρύθµισης θα µπορεί να υποβληθεί και µετά την 31.12.2018, εφόσον η αρχική αίτηση είχε υποβληθεί πριν την ηµεροµηνία αυτή, γιατί σε αντίθετη περίπτωση δεν θα είχε νόηµα η πρόβλεψη της τριετούς προθεσµίας, κατά την οποία ισχύει ο περιορισµός της τιµής πρώτης προσφοράς

Σχετικά άρθρα

Πρόγραμμα «Γέφυρα» για επιδότηση δόσης από το ελληνικό Δημόσιο λόγω του κορωνοϊού

Το πρόγραμμα «Γέφυρα»  θα ισχύσει για 9 μήνες με περίοδο αιτήσεων από την 1η Αυγούστου – 30 Σεπτεμβρίου. Την παράταση για ένα μήνα του προγράμματος «Γέφυρα» ανακοίνωσε, σήμερα, 30 Σεπτεμβρίου 2020, το υπουργείο Οικονομικών. Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΥΠΟΙΚ, η προθεσμία υποβολής αιτήσεων στο πρόγραμμα «Γέφυρα», το οποίο […] Διαβάστε >>

Learn More

Δηλώσεις για τις επερχόμενες αλλαγές στις εκκρεμείς υποθέσεις του Νόμου Κατσέλη (3869/2010), το νέο πλαίσιο προστασίας της κύριας κατοικίας

Δηλώσεις του δικηγόρου και νομικού συμβούλου της Ένωσης Καταναλωτών και Δανειοληπτών, Μιχάλη Ι. Κούβαρη για τις επερχόμενες αλλαγές στις εκκρεμείς υποθέσεις του Νόμου Κατσέλη (3869/2010), το νέο πλαίσιο προστασίας της κύριας κατοικίας που θα ισχύσει από τον Μάιο και το νομοσχέδιο για τη δεύτερη ευκαιρία των δανειοληπτών.

Learn More

Δελτίο Τύπου για την αφορώσα στο Ν. 3869/2010 (Νόμο Κατσέλη) εισήγηση προς υποψηφίους για τη σχολή δικαστών του έτους 2020

Το dikastiko.gr αποκάλυψε απόσπασμα εισήγησης προς υποψηφίους για τη σχολή δικαστών του έτους 2020, η οποία, σύμφωνα με την εν λόγω πηγή, χαράζει «γραμμή» προς τους δικαστές οι οποίοι δικάζουν κατ΄ έφεση τις αιτήσεις των δανειοληπτών που ζητούν υπαγωγή στο νόμο Κατσέλη (Ν. 3869/2010) Χαρακτηριστικά στο συμπέρασμα της […] Διαβάστε >>

Learn More